Κυριακή 25 Φεβρουαρίου 2024

ΠΕΡΙ ΚΥΠΡΟΥ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΥΡΙΑΚΟ ΤΑΠΑΚΟΥΔΗ

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ 

Ο ΦΙΛΟΣ ΜΟΥ Ο ΓΙΟΥΣΟΥΦ 

Με βομβαρδισμούς σε ολόκληρη την Κύπρο αλλά κυρίως στη περιοχή της Κερύνειας στο σημείο "Πέντε Μίλι" κοντά στο χωριό Άγιος Γεώργιος, έγινε επίθεση και απόβαση του Τούρκικου στρατού και παρά την ηρωική αντίσταση ολίγων εθνοφρουρών, οι ορδές του Αττίλα κατάφεραν να αποβιβάσουν αρκετά στρατεύματα στην παραλία. 

Ήταν ο πόλεμος άγριος, ο Τουρκικός στόλος επιτέθηκε στο λιμάνι της Κερύνειας και όπου βρίσκονταν ελληνοκυπριακές δυνάμεις.

Εγώ με τέσσερις συντρόφους μου σκεφτήκαμε και μπήκαμε σε μια βάρκα να πάμε στο επόμενο πολυβολείο για να βάλουμε από κοντινότερη απόσταση ενάντια στον εχθρό που αποβιβαζόταν. Με την μηχανή στο φουλ για να φτάσουμε πριν μας εντοπίσει κάποιο αεροπλάνο, κοντέψαμε στο πολυβολείο και είδαμε στρατιώτες ντυμένους όπως εμείς να σηκώνουν τα χέρια και να μας χαιρετούν και να μας γνέφουν. Σίγουροι  ότι ήταν δικοί μας, συνεχίσαμε να πλέουμε προς το μέρος τους.

Ήταν όμως δυστυχώς Τούρκοι που είχαν καταλάβει το πολυβολείο και  μας ξεγέλασαν. Μόλις κοντέψαμε άρχισαν να μας πυροβολούν. ΅Εγώ ήμουν στο τιμόνι, και αμέσως ενστικτωδώς έκλωσα τη βάρκα και την έριξα στην ακτή λίγο παραπέρα πάνω σε μεγάλα βράχια. Έσπασε και βούλιαξε, και όλοι οι σύντροφοι μου σκοτώθηκαν. Τους κομμάτιασαν οι εχθρικές σφαίρες τα κεφάλια. Ήταν ένα θέαμα φρικτό, θα το θυμάμαι όσο ζω. Με πυρά να μας βάζουν ανηλεώς και καταπονημένος από τη σύγκρουση, πετάχτηκα από τη βάρκα που βούλιαζε και έτρεξα μακριά να σωθώ από τους Τούρκους που αλάλαζαν θριαμβευτικά.

Χωρίς όπλο καθώς όλα είχαν βουλιάξει με τη σύγκρουση, έτρεχα να φύγω, ενώ ένιωθα το σφύριγμα από τις σφαίρες γύρω μου. Θυμάμαι έτρεχα για ώρα, είχα χάσει τον προσανατολισμό μου, ώσπου έφτασα σε ένα μέρος με ψηλές κολώνες και τοίχους, ίσως σκέφτηκα εκεί να έβρισκα κρυψώνα.

Σταμάτησα να ανασάνω και κατόπτευσα την περιοχή για να διαπιστώσω ότι δυστυχώς σε όλες τις μεριές υπήρχαν Τούρκοι στρατιώτες. Κατάλαβα ότι δεν είχα ελπίδα, θυμήθηκα τον Άγιο Γεώργιο και άρχισα να τον παρακαλώ.

Κρυβόμουν κουρνιασμένος πίσω από μια μεγάλη κολώνα κάμποση ώρα. Δεν είχα διέξοδο, ήμουν σίγουρος ότι κάποια στιγμή θα εντοπιζόμουν. Φοβισμένος και αλαφιασμένος, ήμουν σίγουρος για την τύχη που μου έμελλε.

Και καθώς οι κακές σκέψεις με έθλιβαν, για ύστατη παρηγοριά προσευχόμουν στον Άγιο Γεώργιο τον προστάτη μου, και έλπιζα σε ένα θαύμα από αυτόν.

Πέρασε κι΄ άλλη ώρα, ξαφνικά άκουσα πίσω μου ένα ανεπαίσθητο θόρυβο, γύρισα και είδα έναν Τούρκο αξιωματικό να με σημαδεύει με ένα πιστόλι.

-Ψηλά τα σιέρκα, μου είπε στα Κυπριακά.

Με είδε που συντρομάχτηκα και συνέχισε,

-Μην φοβάσαι, έν θα σε σκοτώσω. Προχώρα εμπρός και μην κατεβάζεις τα χέρια. Και μου έδειξε μια κατεύθυνση να προχωρήσω.

Περπατήσαμε πολλή απόσταση, περάσαμε ανάμεσα από άλλους Τούρκους στρατιώτες και ακόμα πηγαίναμε. Άρχισα να σκέφτομαι ότι κάτι δεν πάει καλά, που με έπαιρνε, γιατί δεν με παρέδιδε, γιατί σιωπούσε;

Φοβισμένος καθώς είχα ακούσει πολλά για την αγριότητα των Τούρκων, μου πέρασε από το νου μήπως με έπαιρνε σε κάποιο φαράγγι να με εκτελέσει. Δεν μιλούσε, μόνο με σημάδευε και όλο μου έγνεφε να προχωρώ.

Περπατήσαμε πολλή απόσταση, και όταν φτάσαμε σε μια έρημη περιοχή που δεν είχε Τούρκους στρατιώτες, μου ξαναλέει,

-Ως εδώ φτάνει, μπορείς να φύγεις, είσαι ελεύθερος.

Μου εξήγησε πώς να φύγω για τις ελεύθερες περιοχές ώστε να μήν ξανασυλληφθώ, και γύρισε φεύγοντας και μένοντας εγώ σαστισμένος για την καλή μου τύχη και για την καλή καρδιά του Τούρκου αξιωματικού.

Τα λόγια δέθηκαν κόμπος από τη χαρά μου και από τη σύγχυση δεν βρήκα μιλιά να τον ευχαριστήσω.

Το είναι μου πλημμύρησε αγαλλίαση και το μόνο που αισθανόμουν ήταν η μεγάλη ανακούφιση που ένιωσα, ίδια με αυτήν ενός που πνίγεται στη θάλασσα και δεν αναπνέει, που είναι σίγουρος για το τέλος της ζωής του, και ύστερα ξαφνικά επιπλέει του νερού και τα πνευμόνια του γεμίζουν αέρα και οξυγόνο. 

Από τότε πέρασαν δεκαετίες και το περιστατικό που μου σημάδεψε για πάντα τις σκέψεις, ερχόταν συνέχεια στο μυαλό μου…

Ώσπου ξαφνικά μια μέρα του Αγίου Γεωργίου στις 25 Απριλίου, ξύπνησα στις πέντε το πρωί από ένα δυνατό σοκ που ένιωσα. Ήρθε στη σκέψη μου ολοκάθαρη η μορφή ενός παιδικού μου φίλου, ενός Τούρκου νεαρού που μαζί σαν ήμασταν μικρά παιδιά δέκα χρονών, βόσκαμε μαζί τα πρόβατα στα χωριά της Λέμπας και της Χλώρακας. Ήταν μια αποκάλυψη από τον Άη Γιώργη, ο Τούρκος αξιωματικός -ήμουν σίγουρος-, που μου χάρισε τη ζωή και με γλύτωσε από τους άλλους Τούρκους, ήταν ο φίλος μου ο παιδικός, ο Γιουσούφ. Που μαζί στα βοσκοτόπια, τα μεσημέρια καθόμασταν στον ίσκιο του παρεκκλησιού του Αγίου Γεωργίου και ανοίγοντας τη βούρκα έβγαζε χαλλούμι και ψωμί και τρώγαμε παρέα.

Σοκαρισμένος από το όνειρο μου, ντύθηκα και κίνησα πριν ακόμη πάει ο ιερέας στο μικρό παρεκκλήσι του Αγίου Γεωργίου για να ευχαριστήσω τον Άγιο, εκεί που με τον φίλο μου παιδάκια τότες καθόμασταν στον ίσκιο του για να ξεκουραστούμε.


ΟΙ ΒΕΒΗΛΟΙ  

Η Χλώρακα τα παλαιά χρόνια ονομαζόταν Πρασκίουρο που σήμαινε πράσινη ουρά. Ξεκινούσε από τα υψώματα της οδού Χατζηφιλίπου και προεκτεινόταν ως τον ποταμό που χωρίζει τη Κισσόνεργα με τη Λέμπα. Τα υψώματα και οι γκρεμοί που σχημάτιζαν το οροπέδιο της σημερινής Χλώρακας, ήταν κατάφυτο από αιωνόβια δένδρα και σχημάτιζαν μια πράσινη ουρά, ως εξ αυτού είχε το όνομα Πρασκίουρο.

Στα χρόνια της Ενετοκρατίας η περιοχή της σημερινής Λέμπας αποτελούσε συνέχεια του τσιφλικιού της Έμπας.  Στα παράλια της Λέμπας και της Χλώρακας στη παραλία του Κοττσιά όπου κατά περιόδους η άμμος ξεβράζεται σε απεριόριστους τόνους στην ακτή με αποτέλεσμα η θάλασσα ξεβαθαίνει και ο βυθός της έως βαθιά είναι στρωτός με άμμο, Έτσι εκείνα τα χρόνια, τα φορτηγά πλοία προσάραζαν είτε για να φορτώσουν, είτε για να ξεφορτώσουν. Ξεφόρτωναν σκλάβους και φόρτωναν ζάχαρη που κατασκευαζόταν στην Κύπρο κυρίως από τεύτλα. Η θάλασσα έμπαινε στη στεριά και σχημάτιζε ένα μικρό έμπα όπου προσάραζαν τα πλοία. Ως εξ αυτού, αφού η συνέχεια της στεριάς αποτελούσε το μεγάλο τσιφλίκι, το χωριό της Έμπας πήρε το ομώνυμο όνομα. Αργότερα επί Οθωμανικής κυριαρχίας στο νησί, το δυτικό μέρος κατοικήθηκε κυρίως από Τούρκους και η περιοχή πήρε εκ παραφθοράς το όνομα Λέμπα.

Το χωριό της Λέμπας από εκείνα τα χρόνια ήταν μικτό με περισσότερους Τούρκους και λιγότερους Χριστιανούς μέχρι την ανεξαρτησία της Κύπρου όπου ξεκίνησαν οι δικοινοτικές ταραχές και οι Έλληνες κάτοικοι εγκατέλειψαν το χωριό.

Τις δεκαετίες 1850 και 1880, μια τεράστια περιοχή της Λέμπας κατείχε ένας Χριστιανός μεγαλοτσιφλικάς, ο Σάββας  Νικολαΐδης. Σε μια άκρια της περιουσίας του στην άκρια του δρόμου υπήρχε ένα υπόστεγο που το χρησιμοποιούσε σαν αποθήκη. Μέσα οι περαστικοί έμπαιναν και προσεύχονταν θεωρώντας πως ήταν Άγιος τόπος και λατρευτικός χώρος του Αγίου Στεφάνου που μαρτύρησε στα χέρια των ειδωλολατρών, όπως το ίδιο μαρτυρούσαν και οι Χριστιανοί από τους κατακτητές Οθωμανούς.

Στα χρόνια που πέρασαν ο τόπος καθιερώθηκε ως πλήρως λατρευτικός χώρος του Αγίου ο οποίος ανεδείχθηκε θαυματουργός και τον επισκέπτονταν από πολλά μέρη της Πάφου, οπότε ιδιοκτήτης της αποθήκης Σάββας Νικολαιδης σε μια κρίση πίστεως έκτισε το υπόστεγο και το μετέτρεψε σε πρόχειρο εκκλησάκι το οποίον δώρισε στην εκκλησία και στους πιστούς.

Στο εκκλησάκι προσέτρεχαν να προσκυνήσουν Ρωμιοί και Τούρκοι έως την περίοδο της Αγγλοκρατίας που οι Βρεττανοί διέσπειραν τα μίση και τα πάθη μεταξύ των δύο κοινοτήτων Ελλήνων και Τούρκων που είχαν ως συνέχεια τις δικοινοτικές ταραχές και την εισβολή των Τούρκων στη μεγαλόνησο.

Εκείνους τους καιρούς που η διχόνοια επικρατούσε μεταξύ των δύο κοινοτήτων, τρία Τουρκάκια έβαλαν στόχο και με μίσος βεβήλωναν συχνά το μικρό εκκλησάκι κάνοντας ασχημίες. Οι Χριστιανοί ήταν ανάστατοι και καταριόνταν τα Τουρκιά που δεν μπορούσαν να συλλάβουν επ αυτοφώρω καθώς αυτοί ασχημονούσαν και έφευγαν βιαστικοί και κρύβονταν στο Τουρκοκυπριακό χωριό υπό την κάλυψη των ομοχωρίων τους.

Μα ίσως η θεία δίκη, ίσως οι κατάρες των Χριστιανών, έπεσαν σαν πέλεκυς επί των κεφαλών τους και η τιμωρία τους ήταν σκληρή.

Μια τέτοια φορά αφού λέρωσαν την εκκλησία, ο ένας με το σουγιά έγδαρε το μάτι του Αγίου. Εκείνη την ώρα όμως μπήκαν μέσα Χριστιανοί και τους είδαν επ αυτοφώρω. Αυτοί φοβήθηκαν και έτρεξαν να φύγουν. Βγήκαν στην αυλή και τρεχτοί δρασκέλισαν τον τοίχο που χώριζε την αυλή με τον αμαξιτό δρόμο για να ξεφύγουν. Όμως στη βιασύνη τους δεν πρόσεξαν ένα αυτοκίνητο που περνούσε, το οποίο πάτησε τον ένα και τον άφησε στον τόπο.

Στες τέσσερις μέρες το άλλο Τουρκάκι βρέθηκε πυροβολημένος και πεθαμένος σε ένα χωράφι πιο πάνω από το εκκλησάκι προς τη μεριά της Έμπας. Και ύστερα από άλλες τόσες μέρες, το τρίτο Τουρκί, ένα πρωινό που πήγε για μπάνιο στη θάλασσα του Κοττσιά τον πήρε το ρεύμα και τον έπνιξε. Και ύστερα από μέρες αναζήτησης, βρέθηκε ξεβρασμένος στην θάλασσα του Ακάμα με το ένα μάτι του να λείπει. Του το είχαν φάει οι φτίρες της θάλασσας. Ήταν το Τουρκάκι που είχε γδάρει το μάτι του Αγίου.

 

ΓΙΑΤΡΙΣΣΑ ΕΛΕΟΥΣΑ  

Η οικογένεια του Λεωνίδα πατρός της Αθθούλας η οποία διηγείται την ιστορία, αποτελείτο από 10 παιδιά, 7 γιους και τρεις κόρες. Κατοικούσαν στη Πέγεια μια παλιά εποχή που δεν υπήρχαν αυτοκίνητα και οι άνθρωποι διακινούνταν με γαϊδούρια. Ο δρόμος που ένωνε το χωριό με την πόλη της Πάφου το Κτήμα ήταν χωμάτινος, λίγο πλατύτερος από ένα μονοπάτι. Το χωριό ήταν αραιοκατοικημένο και οι περισσότεροι κάτοικοι είχαν τα σπίτια τους στην ύπαιθρο όπου είχε άπλετα χωράφια για τη βοσκή των κοπαδιών τους.

Όταν ο Λεωνίδας ήταν δέκα χρονών, μία εκ των κορών η Παναγιώτα, αρρώστησε βαριά. Έπεσε κατάκοιτη με πόνους φοβερούς και σπασμούς ασταμάτητους. Δυσκολευόταν να αναπνεύσει και υπέφερε πολύ. Όλοι οι συγγενείς γονείς και αδέρφια, ανήσυχοι και τρομαγμένοι έκλαιγαν και παρακαλούσαν να γίνει καλά η Παναγιώτα. Προσπαθούσαν να της κατεβάσουν τον πυρετό με βρεγμένα μαντήλια αλλά δεν μπορούσαν.

Βλέποντας ότι δεν ανάρρωνε αλλά χειροτέρευε, αποφάσισαν πως έπρεπε να τη δει γιατρός. Πολύ ενωρίς το ξημέρωμα, πήρε ένας εκ των υιών το γαϊδούρι και πήγε στο μακρινό Κτήμα να φέρει το γιατρό τον Όμηρο.

Τον εκάθησε πάνω στο γαϊδούρι και τον μετέφερε στο χωριό. Η μέρα είχε χαράξει καλά όταν έφτασαν, και αμέσως ο Όμηρος επί τω έργω, αφού την εξέτασε καλά καλά τους λέγει,

-αν βγάλει τη μέρα ναι για όχι.

Και ο καλός γιατρός βλέποντας την ανέχεια στην οποία ζούσε η πολυμελής οικογένεια, αντί να πληρωθεί για τον κόπο του, έβγαλε δύο λίρες και τις έβαλε κάτω από το μαξιλάρι της Παναγιώτας.

Και αφού έκανε τη διάγνωση πως δεν είχε ελπίδες και αυτός δεν μπορούσε να κάνει τι, τον εκάθησαν πάλι πάνω στο γαϊδούρι και τον πήραν στο Κτήμα.

Άρρωστη του θανατά η Παναγιώτα, αλλά έπρεπε οι εργασίες στα χωράφια να συνεχιστούν και κάποιοι να εργαστούν.

Έτσι κατά το δειλινό ο παππούς και η γιαγιά πήγαν στο αλώνι να ανεμίσουν το σιτάρι. Φτάνοντας στο αλώνι, από το μονοπάτι δίπλα, νάσου περνά μία γύφτησα τσιγγάνα και τους λέγει,

-για πολύ στενοχωρημένους σας βλέπω τι έχετε;

-η κόρη μας είναι πολύ άρρωστη και μας είπε ο γιατρός ναι για όχι αν θα ζήσει μέχρι το πρωί, και εκείνη τους λέγει

-αν γιάνω την κόρη σας μου δίνετε ένα τενεκέ σιτάρι;

-μπορείς να μας την γιάνεις;

-εγώ τους λέγει, μπορώ να κάνω και παπούτσια χρυσά να φορώ.

-Αν μου την γιάνεις λέγει ο παππούς, να σου δώσω δυο τενεκές σιτάρι.

Πήραν τη στράτα και έφτασαν στο σπίτι.

-Φέρτε μου ένα πιάτο με νερό, τους λέγει η τσιγγάνα.

Της φέρνουν ένα πιάτο με το νερό και βγάζει ένα σταυρουδάκι από τον κόρφο της και λέγει,

-ενώ θα διαβάζω, αν το σταυρουδάκι πεταχτεί έξω από το νερό, η κόρη σας θα γιάνει, αν μείνει μέσα στο νερό, η κόρη σας θα πεθάνει.

Και άρχισε να διαβάζει, να διαβάζει, σε λίγο το σταυρουδάκι πετάχτηκε έξω από το νερό. Επανέλαβε το ίδιο, ξανασυνέβηκε το ίδιο…

Ταυτόχρονα, φωνές ακούστηκαν χαρούμενες να βγαίνουν από το σπίτι. Μάνα και κόρες βγήκαν έξω με τα πρόσωπα φωτισμένα φωνάζοντας,

-έγιανε η Παναγιώτα, έγιανε η Παναγιώτα…

Έγιανε η Παναγιώτα, έζησε μέχρι τα ενενήντα της και δεν ξαναρώτσησε σε όλη της τη ζωή. Η Γύφτισσα πήρε για κανίσι δυο τενεκέδες σιτάρι και μια όρνιθα.

Σαν έφυγε και ύστερα, όλοι κατάλαβαν ότι ήταν η γιάτρισσα Παναγία.


ΚΥΠΡΙΑΚΟΙ ΘΡΥΛΟΙ


ΠΑΝΑΓΙΑ Η ΘΑΛΑΣΣΙΝΗ

Ένα βράδυ η εικόνα της Παναγίας ερχόταν από το πέλαγος προς την ακρογιαλιά με ένα παράξενο φως. Οι άνθρωποι του νησιού ακολούθησαν το φως που τους οδήγησε σε μια μικρή σπηλιά. Έκπληκτοι, μέσα στην σπηλιά πάνω σε φύκια, είδαν την εικόνα της Παναγίας. Την προσκύνησαν και την μετέφεραν στο διπλανό παρεκκλήσι. Την άλλη μέρα όμως η εικόνα γύρισε στην σπηλιά της. Έτσι, οι κάτοικοι κατάλαβαν το θέλημα της και αποφάσισαν να χτίσουν Ναό πάνω από την σπηλιά. Όταν οι εργασίες τέλειωσαν, έμεινε η σκεπή, αλλά δεν είχαν ξυλεία για να την κατασκευάσουν.

Όμως η ίδια η Παναγία φρόντισε γι αυτό. 

Το μπότζι ήταν δυνατό και ο βρυχηθμός της μηχανής άλλαζε, μια δυνάμωνε και μια μούγκωνε καθώς τα θεόρατα κύματα σήκωναν την πρύμνη έξω από τα νερά και η προπέλα ξενέριζε. Το μικρό πλοίο σκαμπανεύαζε σαν καρυδότσουφλο έτοιμο να κοπεί στα δύο.

Ήταν μεγάλη η θαλασσοταραχή και η ετοιμότητα του πληρώματος στη γέφυρα και στη μηχανή το ίδιο. Κάθε λιγάκι ο πρώτος μηχανικός κατέβαινε στη μηχανή για να ενημερωθεί αν όλα πήγαιναν καλά. Ήταν πολλά χρόνια στα καράβια και πολύ έμπειρος, γι αυτό καταλαβαίνοντας πόσο επικίνδυνη ήταν αυτή η τρικυμία, με ανησυχία έβγαζε και αυτός βάρδια με τους μηχανικούς.

Πηγαινοερχόταν πάνω κάτω τις σκάλες και η αγωνία του έσκιαζε το πρόσωπο. Τα κύματα ήταν μεγάλα περισσότερο από έξι μέτρα και τα ρεύματα πολύ ισχυρά. Το καράβι έγερνε επικίνδυνα και καθώς το φορτίο από ξυλεία που μετέφερε ήταν πολύ ψηλό πάνω από το κατάστρωμα, ο κίνδυνος γινόταν πολλαπλάσιος. Τα αμπάρια ήταν γεμάτα, και πάνω από αυτά άλλοι μεγάλοι σωροί που έφταναν στο ύψους της τσιμινιέρας. Οι ναύτες τα είχαν δέσει σφικτά για να μην φύγουν στη θάλασσα, αλλά με το επιπρόσθετο ύψος, το κέντρο βάρος του πλοίου άλλαξε, και πολύ ευκολότερα θα μπορούσε να βουλιάξει καθώς τα κύματα το έγερναν στο πλάι ίσα φιλώντας τη θάλασσα.

Το ταξίδι ξεκίνησε με ήρεμη θάλασσα, όμως οι Νηρηίδες είχαν άλλα σχέδια. Ίσως βαριεστημένες από την απραξία στα βαθιά νερά που κατοικούσαν, φύσηξαν βοριάδες και σήκωσαν κύματα δυσθεώρατα αψηλά ως τον ουρανό. Τα ρεύματα από τα βαθιά βγήκαν στην επιφάνεια και χέρι χέρι με τους αέρηδες και τα κύματα δημιούργησαν θαλασσοταραχή που άρπαζαν το πλοίο και το σήκωναν ψηλά και αρχίναγαν πάλιωμα μαζί του πεισματικό θέλοντας να το βουλιάξουν.

Μόνη λύση θα ήταν οι ναύτες να λύσουν το φορτίο να πέσει στη θάλασσα, αλλά τα κύματα ήταν τόσο δυνατά που όποιος δοκίμαζε να βγει στη κουβέρτα, θα τον άρπαζαν μαζί τους. Έτσι μη μπορώντας να κάνουν τίποτα, αφέθηκαν στη μοίρα τους και στα χέρια του Θεού.

Σε μια στιγμή ένα θεόρατο κύμα χτύπησε το πλοίο που έγειρε πολύ, ενώ ταυτόχρονα ένα ανατριχιαστικό τρίξιμο ακούστηκε,  και το πλήρωμα πίστεψε πως ήρθε το τέλος.

Με τα νεύρα τσιτωμένα και την ανάσα κομμένη άρχισαν να παρακαλούν θεό και Παναγία. Πίστεψαν πως τετέλεσται. Έκαναν το σταυρό τους και περίμεναν το μοιραίο…

Μα ξαφνικά το θαύμα εγίνηκε, το φορτίο λύθηκε και έγειρε στη θάλασσα. Το πλοίο ίσιωσε και κάθισε στα πλατιά νερά. Οι ανατριχιαστικοί ήχοι από το βαλάντωμα λιγόστεψαν και το ταρακούνημα ημέρεψε.

Ακούγονταν μόνο οι αέρηδες και τα κύματα του άγριου καιρού έξω που λυσσομανούσαν σε μια αρμονία οι δυνάμεις τους ενωμένες χαλώντας την ηρεμία της φύσης και αναστατώνοντας την πλάση. 

Ήταν στιγμές απερίγραπτες γεμάτες φόβο και τρόμο, όμως τα δύσκολα πέρασαν. Ο θεός και η Παναγία βοήθησαν. Εκείνη τη μέρα Άγγελοι φύλαγαν και δεν άφησαν τους διαβόλους του βυθού και τις κακές Νηριήδες να τραβήξουν το πλοίο στα βαθιά σκοτεινά νερά.

Εκείνη τη μέρα η Παναγία η θαλασσινή και ο  Άγιος Νικόλαος ο προστάτης των ναυτικών, τους γλύτωσε.

Σε τέτοιες δύσκολες στιγμές η χαμένη πίστη των ανθρώπων επανέρχεται στις καρδιές τους και από αρχής ξαναπιστεύουν στο Θεό. Που όταν όλα τελειώνουν και παντελώς εκλείπει η ελπίδα, οι Άγιοι και οι Άγγελοι από θεία πρόνοια εφορμούν και αποτρέπουν ναυάγια, ή σώζουν αβοήθητους ναυτικούς που πνίγονται στα πελάγη.

Είχε συμβεί από χάρη Θεϊκή να λυθεί το φορτίο και να ξαποληθεί στη θάλασσα.

Η ανακούφιση πλημμύρισε ολονών τις καρδιές, και μεμιάς όλοι πιστοί και άπιστοι, ευχαρίστησαν και δόξασαν το θεό και τους Αγίους.

Δόξασαν την Παναγία τη Θαλασσινή που έκαμε το θαύμα της, που αμόλησε στη θάλασσα το ψηλό φορτίο και τους γλύτωσε από βέβαιο πνιγμό.

Η επιφάνια της θάλασσας γέμισε ξυλεία που τα άρπαξαν τα κύματα και τα ρεύματα και τα ξέβρασαν στην διπλανή ακτή. Και τα πήραν οι άνθρωποι του νησιού και έφτιαξαν τη σκεπή στο μικρό εκκλησάκι που έκτισαν για χάρη της Παναγίας της θαλασσινής.


ΑΓΙΑ ΕΛΕΝΗ

Ο αυλικός σύμβουλος βασιλικός γραμματέας επι φραγκοκρατίας Λεόντιος Μαχαιράς, στο χρονικό του «Περί της γλυκείας χώρας Κύπρου», αναφέρει,

Ο μέγας Κωνσταντίνος, μετά που βαπτίσθηκε Χριστιανός, είδε ότι η Κύπρος, έμεινε πτωχή διότι εγίνηκεν μεγάλη πείνα από ξηρασία και όλη η σπορά χάθηκε και η πείνα γίνηκε μεγάλη και όλα τα νερά των βρύσων εξεράναν και επήγαιναν οι άνθρωποι από τόπο σε τόπο με τα κτηνά τους να βρούν νερό να ζήσουν. Και όλα στέγνωσαν και λάκκοι και βρύσες, και αφήκαν την πανθαύμαστην Κύπρο και περάσαν εδώ και εκεί για  να βρουν ανάπαυσιν. Και το νησί έμεινε χωρίς κατοίκους για αρκετό καιρό.

Και όταν  ο μέγας Κωνσταντίνος από την ειδωλολατρία στράφηκε στη πίστη του Χριστού, έδωκεν ορισμό στην μητέρα του αγία δέσποινα Ελένη να πάει στα Ιεροσόλυμα να γυρέψει τον τίμιο σταυρό.

Και η Αγία Ελένη μονομιάς εσάλπαρε και επήγε στην Ιερουσαλήμ, και με μέγαν κόπο και πολλά έξοδα και φοβερίσματα βρήκε τον τίμιο σταυρό και τους άλλους δύο σταυρούς των ληστών και τα καρφιά και τον στέφανον τον ακάνθινο και λίγες σταξιές από το αίμα του Κυρίου που έσταξαν σε έναν πανί.

Βλέποντας τα εποθαυμάστηκεν και διέταξε και έκτισαν από γης πολλές εκκλησίες εις την Ιερουσαλήμ επί ονόματος του θεού του ζώντος και του ζωοποιού σταυρού και ετελείωσεν τες, και άλλες άφησεν χρυσόν και ετελειώσαν τες.

Και όταν μετά από θαλασσοταραχή έφτασαν και άραξαν στην Κύπρο, κατέβασε από το πλοίο το σεντούκι με τους τίμιους σταυρούς. Όταν κατάκοπη έπεσε να κοιμηθεί, είδε σε όραμα ότι ένα νεαρό παλικάρι της είπε,

-Κυρία μου Ελένη, σαν επήγες στην Ιερουσαλήμ και έκτισες πολλούς ναούς, το σωστό είναι και σε αυτή τη χώρα να κτίσεις ναό εις το όνομα του τιμίου και ζωοποιού σταυρού και να βάλεις μέσα από τα τίμια ξύλα, πού βαστάς.

Η ταπεινή αυτοκράτειρα ανταποκρινόμενη προς το θεϊκό όραμα, έκτισε ναό στο Σταυροβούνι και δώρισε ένα από τα καρφιά της Σταυρώσεως και τον ένα από τους δύο σταυρούς των ληστών, αφού προηγουμένως είχε τοποθετήσει στο κέντρο του ένα τεμάχιο από το Τίμιο Ξύλο.


Ο ΡΗΓΑΣ ΑΛΕΞΗΣ

Ο μεσαιωνικός χρονικογράφος Λεόντιος Μαχαιράς που κατέγραψε τα ιστορικά γεγονότα της επανάστασης των Κυπρίων εναντίον των Φράγκων, τα αντιμετώπισε με ιδιαίτερη εχθρότητα, αποκαλώντας λύκους, καταραμένους και κλέφτες τους εξεγερμένους δουλοπάροικους που καθώς αν και Κύπριος βρισκόταν σε πλήρη συνεργασία με το Φράγκικο βασίλειο.

Το 1192 οι Φράγκοι Λουζινιανοί αγόρασαν την Κύπρο από τον Ριχάρδο και επέβαλαν καθολικά το φεουδαρχικό σύστημα σε όλο το νησί. Σκληροί οι κατακτητές κάθισαν στο σβέρκο του λαού ο οποίος ένιωσε την καταπίεση τους στο μέγιστο βαθμό. Αυτοί ζούσαν στην πολυτέλεια και στη χλιδή, ενώ ο Ελληνικός Χριστιανικός πληθυσμός καλλιεργούσε τα κτήματα των φεουδαρχών και ζούσε σε δυσχέρεια και ανείπωτη φτώχεια πληρώνοντας βαριούς φόρους και οι τιμωρίες για τους ανυπάκουους ήταν απάνθρωπες. Ακόμα πωλούνταν ως σκλάβοι, ή και ανταλλάζονταν με άλογα και γαϊδούρια. Δεν έφταναν όλα αυτά, οι Φράγκοι επιχείρησαν τον βίαιο εκλατινισμό του νησιού.

Με τόση καταπίεση ο λαός δοκίμασε πολλές φορές να ξεσηκωθεί, αλλά πάντα οι εξεγέρσεις πνίγονταν στο αίμα.

Η πιο μεγάλη και επιτυχημένη επανάσταση έγινε επί βασιλείας Ιανού, με ηγέτη των εξεγερμένων τον Ρε Αλέξη.

Ο Ρήγας Αλέξης καταγόταν από τη Μια μηλιά της Αμμοχώστου και  γεννήθηκε πτωχός και δουλοπάροικος. Με την εξυπνάδα, την εργατικότητα και την υπακοή του κατάφερε να ανελιχθεί σε ιπποκόμο και αγγελιοφόρο του βασιλιά. Με την ευνοϊκή θέση που κατείχε και τη κοινωνική υπόσταση που πέτυχε, θεωρείτο ένας ευκατάστατος προεστός. Παρ όλα αυτά όταν ήρθε ο καιρός τα απαρνήθηκε όλα και πρωτοστάτησε για την ελευθερία του λαού του.  

Έτσι όταν το 1426 εισέβαλαν στο νησί Σαρακηνοί Μαμελούκοι από την Αίγυπτο και κατατρόπωσαν το στρατό του βασιλιά Ιανού στη μάχη της Χοιροκοιτίας αιχμαλωτίζοντας τον ίδιο και λεηλατώντας το μεγαλύτερο μέρος της Κύπρου, βρήκαν την ευκαιρία οι Κύπριοι να επαναστατήσουν.

Καθώς φεύγοντας οι Σαρακηνοί άφησαν χάος αι αποδιοργάνωση, ο Ρε Αλέξης εκμεταλλευόμενος την ακυβερνησία και την απουσία του βασιλιά, κάλεσε τον λαό να ξεσηκωθεί.

Ο Ρε Αλέξης σαν υπάλληλος του Βασιλέως είχε το προνόμιο της ελεύθερης διακίνησης σε αντίθεση με τους υπόλοιπους δουλοπάροικους, έτσι μετακινούμενος σε όλη την Κύπρο, μπόρεσε να δει και να νιώσει τη στυγνή εκμετάλλευση που υφίσταντο οι Κύπριοι. Έτσι συνειδητά, εγκατέλειψε τα προνόμιά του και ανέβηκε στο βουνό, για να οργανώσει τα αντάρτικα που ήδη υπήρχαν και δρούσαν εκεί.

Έτσι μετά την αποχώρηση των Σαρακηνών, το κίνημα του Ρε Αλέξη εκδηλώθηκε αμέσως εκμεταλλευόμενο την αποδιοργάνωση που επικρατούσε.

Υπό τις οδηγίες του δημιουργήθηκε ένα κίνημα οργανωμένο και με πλατιά απήχηση μέσα στο λαό. Οι επαναστάτες ανακήρυξαν τον Ρε Αλέξη σε Ρήγα Αλέξη και μαζί έφτιαξαν δικό τους στρατό που συγκρούστηκε με τους Φράγκους. Συγκρούστηκαν και κέρδισαν και διαμοίρασαν τη γη στους πτωχούς, ενώ οι αποθήκες των ευγενών λεηλατήθηκαν και τα προϊόντα όπως κρασιά, ζάχαρη, σιτηρά,  και αυτά διαμοιράστηκαν στον ξεσηκωμένο λαό.

Η είδηση για την επανάσταση στην Κύπρο θορύβησε τις βασιλικές αυλές της Δύσης, και για να δώσουν ένα παράδειγμα τιμωρίας βοήθησαν τους Φράγκους στέλνοντας στρατεύματα για να καταπνίξουν την εξέγερση.

Πέτυχαν την απελευθέρωση του Ιανού και έστειλαν χιλιάδες ιππότες στο νησί. Φονικές μάχες και σφαγές άρχισαν. Χιλιάδες οι νεκροί Κύπριοι, άλλοι ακρωτηριάζονταν κι άλλοι ρίχνονταν από τα τείχη της Λευκωσίας. Η επανάσταση πνίγηκε στο αίμα. Η τύχη που περίμενε τον Ρε Αλέξη ήταν φρικτή. Τον συνέλαβαν Ιωαννίτες ιππότες στου Μόρφου και τον μετέφεραν στη Λευκωσία, Οι Φράγκοι τον βασάνισαν απάνθρωπα και σχεδόν μισοπεθαμένο τον διαπόμπευσαν στους δρόμους και το λατινόφωνο πλήθος τον έφτυνε και τον χτυπούσε. Και ύστερα οι ευγενείς τον κρέμασαν σε μια συκαμινιά.

Με αυτό τον τρόπο τέλειωσε η εξέγερση που κράτησε ελεύθερη τη νήσο για δέκα μήνες.


Ο ΚΑΛΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ ΑΠΟΛΛΩΝΙΟΣ

Η Διήγησις Απολλωνίου της Τύρου είναι μια δημώδης και περιπετειώδης έμμετρη Μυθιστορία του 3ου ή 4ου αιώνα μ.Χ.

Ο αντριωμένος πρίγκιπας Απολλώνιος εξέχων πολίτης της Τύρου τίμιος και ηθικός άνθρωπος, ζούσε χρηστά κατά το πρέπον ως όριζαν οι παρακαταθήκες της Αγίας εκκλησίας.

Καθώς ως πρίγκιπας ζούσε κοντά στο παλάτι παρακολουθούσε τις ακολασίες του βασιλέως και εξανίστατο, αλλά κυρίως δεν άντεχε την μέγιστη αμαρτία της αισχρής αιμομιξίας που διέπραττε. Για να τον αναγκάσει να συνετιστεί, αποκάλυψε στο λαό τις ακολασίες του.

Ο αμαρτωλός βασιλιάς θύμωσε και αποφάσισε να τον τιμωρήσει. Διέταξε τους φύλακες να τον συλλάβουν και να τον φυλακώσουν. Πριν φτάσουν όμως οι στρατιώτες στο σπίτι του, ο Απολλώνιος πληροφορήθηκε τις προθέσεις του βασιλιά, και έτσι διωκόμενος μπήκε σε ένα πλοίο να δραπετεύσει.

Στη θάλασσα της Λιβύης δυστυχώς ξέσπασε μεγάλη φουρτούνα και βούλιαξε το πλοίο. Τυχερός ο Απολλώνιος γλύτωσε και βγαίνοντας στη στεριά, με ρούχα ζητιάνου παρουσιάστηκε στο βασιλιά Αρχίστρατο της Τρίπολης ο οποίος τον δέχτηκε στη δούλεψη του ως μουσικό διδάσκαλο.

Με την ευγένεια και τη μόρφωση που τον διακατείχε, κατάφερε να αποκτήσει την εύνοια του βασιλέως ο οποίος του ανέθεσε τη μουσική διδασκαλία της κόρης του Αρχιστρατούσας. Η όμορφη κόρη ερωτεύτηκε τον δάσκαλο της, και μεταξύ τους αναπτύχθηκε ένας έρωτας παράφορος. Και ο καλός βασιλιάς καθώς είχε πολύ συμπαθήσει τον Απολλώνιο, και καθώς αγαπούσε πολύ την κόρη του, δεν της χάλασε χατίρι και αποφάσισε και τους πάντρεψε.

Ως άνθρωπος με τιμή και μόρφωση, αλλά ένεκα και της καλής του συμπεριφοράς προς όλους τους ανθρώπους, ο Απολλώνιος έγινε πολύ συμπαθής και αγαπητός στο λαό ο οποίος ζήτησε από τον βασιλέα να τον διορίσει να αναλάβει την βασιλεία της πόλεως της Αντιόχειας.

Έτσι έγινε, και όταν ήρθε ο καιρός επιβιβάστηκαν σε ένα πλοίο να πάνε στη μεγάλη πόλη.

Στο ταξίδι όμως μεσοπέλαγα ξέσπασε μεγάλη θαλασσοταραχή και από την ταλαιπωρία την Αρχιστρατούσα έπιασαν οι κοιλόπονοι με αποτέλεσμα να γεννήσει πρόωρα και η ίδια έπεσε σε νεκροφάνεια.

Απαρηγόρητος ο Απολλώνιος νομίζοντας την πεθαμένη, τοποθέτησε το σώμα της σε φέρετρο και το άφησε στη θάλασσα, ενώ την κόρη του που τη βάφτισε στον αέρα Ταρσία, την εμπιστεύτηκε σε ένα ζευγάρι από την Ταρσό της Κιλικίας. Ο ίδιος γεμάτος θλίψη ρίχτηκε σε πολύχρονα ταξίδια μήπως βρει παρηγοριά και μπορέσει να απαλύνει τον πόνο του για το χαμό της αγαπημένης του.

Το φέρετρο της Αρχιστρατούσας από τα ρεύματα ξεβράστηκε στις ακτές της Εφέσου όπου με τη βοήθεια καλογριών συνήρθε από τη νεκροφάνεια και ζωντάνεψε. Και αυτή απαρηγόρητη, εγκλείστηκε σε μοναστήρι όπου παρελθόντων των χρόνων έγινε ηγουμένη.

Η Ταρσία μεγάλωσε με πολλά βάσανα και ταλαιπωρίες, και τέλος πουλήθηκε ως σκλάβα σε πειρατές από τη Μυτιλήνη. Συμπωματικά σε ένα ταξίδι των πειρατών στην Τρίπολη την έστειλαν στο παλάτι να παρηγορήσει τον πικραμένο Αρχίστρατο με τη μουσική της που ως κόρη του Απολλώνιου είχε στις φλέβες την τέχνη των Μουσών.

Και ο Αρχίστρατος βλέποντας την αμέσως κατάλαβε ποια ήταν. Χαρές, γιορτές και πανηγύρια ακολούθησαν την συνεύρεση τους, και η Στασία έμεινε στο παλάτι να ζήσει με τον παππού της ο οποίος όταν ήρθε ο καιρός την πάντρεψε με τον Δαγόρα τον μεγάλο άρχοντα της Μυτιλήνης, και ζήσανε αυτοί καλά και εμείς καλύτερα. 

Ο καλός πρίγκιπας Απολλώνιος περιπλανήθηκε σε λιμάνια και χώρες και έζησε πολλές περιπέτειες επικίνδυνες προσπαθώντας να ξεπεράσει τον πόνο του. Αλλά αυτός δεν λιγόστευε και του κατέτρωγε τα σωθικά. Ήταν πάντα θλιμμένος και μαραζωμένος.

Με όσα δύσκολα έζησε, με όσα είδε και γνώρισε, θα έπρεπε η καρδιά του να σκληρύνει και να γίνει πέτρα. Παρ όλα αυτά έμεινε αγνός και πιστός στο μεγαλοδύναμο Θεό και καλός βοηθός των ανθρώπων.

Και ήρθε καιρός που ο Θεός τον αντάμειψε. Του έστειλε προφητικό όνειρο που τον οδήγησε στο μοναστήρι της Αρχιστρατούσας.

Χαρούμενοι και ευτυχισμένοι που ξανάσμιξαν, μαζί πήραν το δρόμο της επιστροφής όπου ο λαός της Αντιόχειας έστησε μεγάλη γιορτή προς τιμήν τους, και ακολούθως τους αναγόρευσαν βασιλείς.


Ο ΠΤΩΧΟΛΕΩΝ ΚΑΙ Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ

Την ιστορία του Πτωχολέοντα κατέγραψε τον 14ο  αιώνα σε έμμετρο λόγο ο Κύπριος χρονικογράφος των Μεσαιωνικών χρόνων Λεόντιος Μαχαιράς.

Ο Πτωχολέων ήταν άρχοντας κτηματίας, που όμως δεν άντεξε τις καταστροφικές επιδρομές των Σαρακηνών και καταστράφηκε οικονομικά. Μαραζωμένος από την καταστροφή και μη υποφέροντας τα παιδιά του να είναι πτωχά, τα διέταξε να τον πωλήσουν σκλάβο στο βασιλιά ώστε με τα χρήματα να έχει η φαμελιά πόρους για να ζήσει.

Έτσι και εγίνει. Εκείνες τις ημέρες έφτασε στον τόπο ένας πραματευτής έχοντας στην κατοχή του ένα όμορφο πετράδι που το είχε για πούλημα. Πήγε στο βασιλιά και του είπε πως είχε ένα ωραίο μαργαριτάρι που ταίριαζε με το στέμμα. Ο βασιλέας έφερε 

επαγγελματίες τεχνίτες πολύτιμων λίθων για να εκτιμήσουν την αξία του. Αφού το εκτίμησαν πως είχε μεγάλη αξία, ο βασιλιάς έδωσε στον έμπορο πολλά χρυσά και αργυρά νομίσματα και το αγόρασε. Τα χρήματα όμως ήταν πολλά, και τη νύχτα που έπεσε να κοιμηθεί θυμήθηκε τον καινούργιο του σκλάβο τον Πτωχολέοντα που είχε φήμη πως ήταν σοφός, και σκέφτηκε να πάρει τη γνώμη του.

Το πρωί έπεψε και του φέρανε τον πτωχό σκλάβο. Τον κάθισαν δίπλα στο τζάκι πάνω στη στάχτη, και τον ρώτησαν πόσο αξίζει το πετράδι. Οι προύχοντες του βασιλιά περιγελώντας τον του έδειξαν τον πολύτιμο λίθο. Και είδε ο γέρων τούτο το καλό πράγμα κατά τους προύχοντες, και τους είπε,

- Τρία κουφά καρύδια αξίζει.

Τον άκουσε ο βασιλιάς και αι εγίνην του θανάτου. Πως ξεγελάστηκε και πλήρωσε χιλιάδες χρυσάφια και ασήμια; Αυτός ένας βασιλιάς με τόσους σοφούς συμβουλάτορες γελάστηκε από έναν γυρολόγο πραματευτή;

Τον είδε ο Πτωχολέων που εφουρκίστει, και ήρεμα του είπε,:

-Τι θυμώνεις, γιατί στεναχωριέσαι Τόσα βασιλέα μου αξίζει και σου λέω την αλήθειαν. Γροίκα, αφέντη βασιλέα, το λιθάριν που χουμίζουν, έχει σκώληκαν αππέσω και όταν έλθει το θέρος και βράσουν οι μέρες, το σκουλούκιν θα αρχίσει να κατατρυπά τον λίθον. Και όσα λέγω αν δεν πιστεύεις, όρισε τον κοσμηματοποιό σου, όρισε τον χρυσοχόν σου, και ας σκίσουν το λιθάριν, και να δεις αν είμαι ψεύτης.

Τότε όρισεν ο βασιλέας και ήλθεν ο κοσμηματοπώλης ο μέγας, ο οποίος έσκισε το λιθάριν, και ηύρεν σκώληκαν αππέσω, πού έτρωγεν τον λίθον.

Και βασιλέας εξέστηκε και υπερθαυμάστηκεν πώς ο γέρων εκατάλαβε ότι το λιθάρι είχεν σκώληκαν αππέσω.

Και όταν πήραν τον γέροντα πάλιν στη φυλακή την μαύρην, ο βασιλέας όρισε στον κελάρη να του δίνει διπλό φαγητό και νερό.

Υ.Γ. Η εξυπνάδα και οι γνώσεις του Πτωχολέοντα τον ανέδειξαν στα μάτια του βασιλιά και έτσι όποτε ήθελε συμβουλές τον καλούσε και άκουε τη γνώμη του. Στο τέλος αφού αποδείχτηκε σοφός και αναντικατάστατος, τον ελευθέρωσε, του πρόσφερε κτήματα και περιουσίες ως αποζήμίωση για τη σκλαβιά του, και τον ώρισε αρχισυμβουλάτορα του.


ΚΥΠΡΙΑΚΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

 

ΟΥΝΟΥ ΟΥΝΟΥ ΟΥΛΑΠΟΥΪ

Ήταν τρεις αδερφές σε μια οικογένεια από τις οποίες η μια ήταν παντρεμένη, η άλλη χαρτωμένη και η τρίτη η μικρότερη ανύπαντρη κορασιά. Οι δυο μεγάλες ήταν προκομμένες και γλήορες. Έκαναν όλες τις δουλειές χωρίς να βαρυγκωμούν, και είχαν τα σπίτια πεντακάθαρα. Κάθε μέρα το φαγητό έτοιμο, και όλη μέρα πάνω στη βούφα σκυφτές έπλεκαν ρούχα και κιλίμια.

Η μικρότερη ήταν τεμπέλα και όσο και αν την παρότρυναν, δεν άκουε κανένα. Ούτε σκούπιζε, ούτε έπλενε, ούτε μαγείρευε, ούτε καθόταν στον αργαλειό.

Οι άλλες αγανακτισμένες και θυμωμένες, ήθελαν να την συνεφέρουν και να την κάνουν να γίνει της προκοπής. Αφού απόειδαν με όσα και αν της ορμήνευαν και αυτή ούτε άκουε ούτε φοβόταν τις φωνές, αποφάσισαν να της δώσουν ένα μάθημα.

Στο πανηγύρι του χωριού κάθε χρόνο μαζευόταν όλος ο κόσμος του χωριού καθώς και από τα περίχωρα και γιόρταζαν τον πολιούχο Άγιο. Επ ευκαιρία λοιπόν της επετείου οι μεγάλες αδερφές πρότειναν στη μικρή να ετοιμαστεί να πάνε όλες μαζί. Καθώς όμως τεμπέλα που δεν είχε όρεξη για δουλειά και δεν καθόταν στη βούφα να πλέξει ρούχα ούτε για λόγου της, στεναχωρημένη τους αποκρίθηκε πως δεν μπορούσε να τις ακολουθήσει γιατί δεν είχε ρούχα καλά να φορέσει.

Αμέσως οι αδερφές της προθυμοποιήθηκαν να της δώσουν από τα δικά τους να ντυθεί και να στολιστεί. 

Στο πανηγύρι ο κόσμος σουλατσάριζε πάνω κάτω στο δρόμο άλλοι κοιτάζοντας τις πραμάτειες και άλλοι, κυρίως οι νιες και οι νιοι, επιδεικνύοντας τα καλά τους ρούχα και φλερτάροντας αναμεταξύ τους. Η μικρή θυγατέρα ένιωθε όμορφη με τα καλά της ρούχα καθώς ένιωθε τα θαυμαστικά βλέμματα των νεαρών να την περιεργάζονται.

Μέσα σ αυτή τη χαρά και τη ξεγνασιά, ξαφνικά η μια της αδερφή της λέει

-να ο άνδρας μου, δώσε μου γρήγορα το παλτό μου γιατί μου θυμώνει να το δίνω σε άλλους.

Και της πήρε το πανωφόρι.

Σε λίγο η άλλη της αδερφή της λέει,

-γρήγορα δώσε μου το φουστάνι μου γιατί να απέναντι, έρχεται ο χαρτωμένος μου και θα μου θυμώσει,

Και της πήρε το φουστάνι.

Η μικρή κόρη έμεινε με το μακρύ μεσοφόρι -ευτυχώς που ήταν σαν φουστάνι- ντροπιασμένη και στεναχωρημένη. Ένιωθε ολονών τα βλέμματα να την περιπαίζουν. Κατακόκκινη από την αισχύνη, γύρισε και το έβαλε στα πόδια κλαίγοντας. Πήρε τα απόμερα δρομάκια για να μην την βλέπουν και αναστατωμένη καθώς ήταν, μόλις μπήκε σπίτι, έγειρε μπρούμητα στο κρεββάτι και οι κλαυθμοί της γοεροί ακούγονταν σε όλη τη γειτονιά.

-Αχ τι ντροπή, σκέφτηκε, δεν θα πάθω ξανά τέτοιο ρεζιλίκι. Από σήμερα θα φτιάχνω μόνη μου τα ρούχα μου να μην έχω ανάγκη άλλον κανένα.

Σηκώθηκε από το κρεββάτι και κάθισε στο ουλάπι. Άρχισε να υφαίνει για να φτιάξει ρούχα όμορφα για λόγου της, να περπατά στο δρόμο και να την θαυμάζουν όλοι.

Και στην προσπάθεια της να πνίξει τα αναφιλητά και τον πόνο που την έπνιγαν, άρχισε να τραγουδά,

-Ούννου ούννου ουλαπούι μου

νά κάμω τό βρακούι μου

τζιαι τό πουκαμισούι μου

τζιαι είδες τί μας κάμανε

στον Αη τιτσιρόκωλο

στου Αη Φώντα τα λουτρά

Και έγινε η μικρή θυγατέρα μια προκομμένη κόρη, έμεινε και ο στίχος ως στις κατοπινές γενιές να τον τραγουδούν οι μανάδες στες κόρες τους.  


Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΚΑΙ Ο ΧΩΡΙΚΟΣ 

Ένας βασιλιάς βγήκε περίπατο εις το βασίλειον του. Σε έναν αγρό συνάντησε έναν γνωστόν υπήκοο του να παίζει με τον μικρόν υιόν του. Τον ερώτησε αν είναι συγγενής του, και ο χωρικός απάντησε,

-εν ο μασκαράς ο γιος μου.

Μετά από λίγα έτη, πάλιν ο βασιλιάς εβγήκε περίπατο, και ξανασυνάντησε τον χωρικό να εργάζεται στα χωράφια βοηθούμενος από τον δεκάχρονον πλέον υιόν του. Τον ηρώτησε και πάλιν αν είναι συγγενής του.

-Εν ο πουμουσιάρης μου.

Παρήλθαν κάμποσα χρόνια ακόμα, και ξαναβγήκε περίπατο στον ίδιον τόπο. Και πάλιν συνάντησε τον χωρικό με έναν νέο να εργάζεται αντ αυτού.

-ποιος είναι ο νέος; Τον ερώτησε.

-Είναι ο χειρότερος μου εχθρός απάντησε ο χωρικός.

-Γιατί είναι ο υιός σου ο χειρότερος εχθρός σου; Αρώτησεν ο βασιλιάς.

-Διότι όταν ήταν μασκαράς με τα καμώματα του με έκανε να διασκεδάζω και να τον αγαπώ. Όταν ήταν φουμουτσιάρης μου, με εβοήθαν στην εργασίαν μου. Τώρα που μεγάλωσε και εγώ γέρασα, εύχεται  να αποθάνω για να κληρονομήσει την περιουσία μου.


Ο ΒΟΣΚΟΣ ΚΑΙ Ο ΔΙΑΟΛΟΣ

Ήταν ένας βοσκός που ζούσε μέσα στα λαόνια, και σπάνια κατέβαινε στο χωριό. Μια φορά κατέβηκε στο χωριό, και γιά πρώτη φορά μπήκε μες την εκκλησιά. Μέσα είδε πολλές εικόνες που είχαν μπροστά τους καντήλια και κεριά αναμμένα. Πρόσεξε όμως πως μια εικόνα μαύρη με έναν μαύρο που είχε κέρατα στην κεφαλή, δεν είχε μήτε καντήλι, μήτε κερί αναμμένο. Πήγε στον παπά και του ζήτησε να ανάψει ένα κερί, και αυτός θα το πλερώσει.

 -Όχι του λέγει ο παπάς, δεν του ανάβω κερί γιατί είναι ο διάβολος. Ο βοσκός πήγε στο παγκάρι, έβαλε μια πακίρα και πήρε ένα κερί το οποίον άναψε και τοποθέτησε μπροστά στην εικόνα του διαβόλου.

Την νύχτα στον ύπνο του τον επισκέφτηκε ο διάβολος και του λέει,

 -Σε ευχαριστώ που μου άναψες ένα κερί, γι αυτό θέλω να σου κάνω μια χάρη, τι χάρη επιθυμείς;

-Τίποτα απαντάει ο βοσκός, δεν χρειάζομαι τίποτα.

-Καλά, όμως πάμε έξω να κουβεντιάσουμε λίγο, του ζήτησε ο διάβολος.

Πήγαν έξω να κουβεντιάσουν, αλλά ο βοσκός κατουρήθηκε και κατούρησε στην αυλή.

Το πρωί που ξύπνησε ήταν κατουρημένος πάνω του και ντρεπόταν να σηκωθεί. Η γυναίκα του τον ρώτησε γιατί δεν σηκώνεται να βγάλει τα πρόβατα στη βοσκή, και αυτός της εξήγησε ψέματα πως τη νύχτα ήπιε λίγο παραπάνω και κατουρήθηκε πάνω του.

Την επόμενη νύχτα πάλι του κατέβηκε ο διάβολος και του είπε ξανά τι χάρη θέλει να του κάμει.

 -Τίποτα δεν θέλω από σένα, εψές με έβαλες και εκατούρησα πάνω μου.

-Μα δεν γίνεται, πρέπει οπωσδήποτε να σου κάμω ένα θέλημα, είσαι ο μόνος που μου άναψες ένα κερί, πρέπει να σου το ανταποδώσω.

Στα πολλά που επέμενε ο διάβολος, ο βοσκός του λέει,

-Άτε φέρμου λίγα ριάλια.

Τον πήρε ο διάβολος από το χέρι και τον κατέβασε στο υπόγειο θησαυροφυλάκιο του βασιλιά. Άρχισε να γεμίζει τις τσέπες του χρυσάφια και ριάλια, όταν ξαφνικά τους πήραν είδηση οι φρουροί του βασιλιά.

 -Πάμε να φύγουμε, μας πήραν χαπάρι.

Το έβαλαν στα πόδια μπροστά ο διάβολος, πίσω ο βοσκός. Σε μια στιγμή όμως, οι φρουροί τον έφτασαν και τον άρπαξαν από τα πόδια.

-Βοήθα με να ξεφύγω, φώναξε ο βοσκός.

-Χέσε να τους λούσεις, για να σε αφήσουν, του απαντά ο διάβολος.

Τους χέζει και τους λούζει για να βρωμίσουν και να τον αφήσουν, και απότομα ξύπνησε χεσμένος στο κρεββάτι με την ατμόσφαιρα να βρωμά και την γυναίκα του να ξυπνά και να φωνάζει.

Πρωί πρωί ο βοσκός παίρνει τη μαγκούρα του και πάει κάτω στο χωριό, βρίσκει τον παπά και αφού του εξιστόρησε τα γεγονότα, του ζήτησε να ξεκλειδώσει την εκκλησιά.

Μπαίνει μέσα, αρπάζει την εικόνα του διαβόλου, την έκανε κομμάτια με την μαγκούρα του και την τσαλαπάτησε χαμαί.

Από εκείνη τη στιγμή, ο διάβολος δεν τον ξαναεπισκέφτηκε στον ύπνο του.


ΤΟ ΜΠΙΡΠΙΡΙΝΙ 

Μια φορά ήταν ένας βασιλιάς που αγαπούσε πολύ την βασίλισσα του και όταν αυτή πέθανε λυπήθηκε πολύ και ήταν απαρηγόρητος. Είχε και μια κόρη βασιλοπούλα που στεναχωριόταν βλέποντας το μεγάλο μαράζι του πατέρα της. Σκέφτηκε να του κτίσει μια όμορφη εκκλησιά για να προσεύχεται και να βρίσκει παρηγοριά.

Την έκτισε την εκκλησιά και ήταν ένας υπέρλαμπρος ναός που όσοι έμπαιναν μέσα έμεναν έκθαμβοι. Όλοι οι πιστοί μέσα στο κατανυκτικό της περιβάλλον έβρισκαν γαλήνη και ξεχνούσαν τα βάσανα τους.

Όμως ο βασιλιάς δεν έβρισκε παρηγοριά και μέσα στην κατάθλιψη του έβγαλε φιρμάνι όποιος βρει έναν τρόπο να ξεφύγει από την μιζέρια του, να τον κάνει πλούσιο.

Ο μάγος της χώρας, αμέσως έσπευσε να συμβουλεύσει τον βασιλιά.

-Άρχοντα μου, η εκκλησία που έχτισες είναι πολύ ωραία, αλλά για να ημερέψει η ψυχή σου, πρέπει να φέρεις το μπιρπιρίνι να σου κελαηδά, και τότε θα βρεις ανάπαυση.

Το μπιρμπιρίνι ήταν ένα άγνωστο μικρό πουλί που κελαηδούσε καλύτερα από αηδόνι, αλλά ήταν άπιαστο. Όσοι προσπάθησαν να το αιχμαλωτίσουν με δίχτυα, με ξόβεργα, με τόξα, με παγίδες, με αρπαχτικά γεράκια, με δόλωμα, με κάλεσμα, κανένας δεν τα κατάφερνε.

Σκέφτηκε ο βασιλιάς αφού ήταν τόσο δύσκολο το έργο, να δώσει μεγάλη αμοιβή σε όποιον μπορέσει να το πιάσει.

Έβγαλε φιρμάνι και έταξε σε όποιον τα καταφέρει να του δώσει για σύζυγο την κόρη του και το μισό βασίλειο.

Από όλη τη χώρα, τρεις φίλοι γενναία παλικάρια, αποφάσισαν να δοκιμάσουν την τύχη τους.

Ξεκίνησαν να ψάξουν σε όλη την οικουμένη ώσπου να βρουν το μπιρμπιρίνι. Έκοψαν δρόμους πολλούς, ώσπου έφτασαν στο τέλος μιας στράτας που εκεί ξεκινούσαν τρεις δρόμοι που στον πρώτο έγραφε δρόμος με επιστροφή, στον άλλο δρόμος με δύσκολη επιστροφή, και στον τρίτο δρόμος χωρίς επιστροφή.

Εκεί χωρίστηκαν με τη συμφωνία στην επιστροφή στις τόσες μέρες, να συναντηθούν εκεί, στο ίδιο σημείο. Και ο καθένας πήρε από ένα δρόμο.

Ο πρώτος δρόμος οδηγούσε σε επίπεδη γη χωρίς δυσκολίες, χωρίς ληστές και εχθρούς. Ο δεύτερος δρόμος οδηγούσε σε μέρη κακοτράχαλα αλλά χωρίς ληστές και εχθρούς. Ο τρίτος δρόμος οδηγούσε σε κακοτράχαλη γη με ληστές και πολλούς εχθρούς.

Όταν πέρασαν μέρες και συναντήθηκαν στο ίδιο σημείο κατά την επιστροφή τους, οι δύο πρώτοι γύρισαν άπραχτοι και στεναχωρεμένοι, ενώ ο τρίτος που κοπίασε περισσότερο και ευοδώθηκαν οι προσδοκίες του, στο χέρι κρατούσε ένα κλουβί που μέσα ήταν το μικρό μπιρμπιρίνι.

Οι φίλοι του ζήλεψαν και συνωμότησαν να του το πάρουν. Έτσι μια νύχτα που έπεσαν να κοιμηθούν, έκλεψαν το πουλί και ξεκίνησαν πρώτοι να παρουσιαστούν στο βασιλιά.

Όταν όμως του το πρόσφεραν, αυτό δεν έλεγε να κελαηδήσει. Και ύστερα από πολλές προσπάθειες και πολλή ώρα που δεν κελαηδούσε, νάσου μες την εκκλησιά μπαίνει το τρίτο παλικάρι και λέει στους παρευρισκόμενους τα καθέκαστα. Οι φίλοι του όμως αρνίστηκαν και ισχυρίστηκαν πως αυτός έλεγε ψέματα.

Ο βασιλιάς έμεινε λίγο σκεφτικός, και ύστερα πήρε το κλουβί από τα χέρια τους και το έδωσε στο τρίτο παλικάρι. Το μπιρμπιρίνι αμέσως άρχισε να κελαηδά και με τη γλυκύτατη φωνή του είπε με ανθρώπινη λαλιά στο βασιλιά την πάσα αλήθεια. Το κελάηδημα του ήταν τόσο γλυκό που ο βασιλιάς το ένιωσε σαν βάλσαμο και με ευχαρίστηση πάντρεψε την κόρη του με το νέο παλικάρι, ενώ τους άλλους δύο τους τιμώρησε με εξορία.

 

ΤΟ ΠΕΠΡΩΜΕΝΟ ΦΥΓΕΙΝ ΑΔΥΝΑΤΟ

Σε ένα μικρό χωριό ζούσε μια φτωχή χηράτη με το μονάκριβο γιο της που με κόπο προσπαθούσε να τον αναγιώσει. Δεν γύρεψε άλλη παντρειά, έμεινε μαγκούφα με μόνο σκοπό να μην του λείψει τίποτα. Ξενοδούλευε στα χωράφια μέρα νύχτα για να τον μεγαλώσει και να τον μορφώσει. Τον αγαπούσε πολύ και με χίλιες δυο στερήσεις προσπαθούσε για λόγου του.

Και αυτός όμως την αγαπούσε πολύ και δεν της χαλούσε χατίρι. Την άκουε και την υπάκουε, γι αυτόν ο λόγος της ήταν προσταγή.

Μια Κυριακή που ο κανακάρης της έλειπε από το σπίτι και η χηράτη είχε σχόλη και έκανε τις δουλειές του σπιτιού, από τη στράτα έξω πέρασε μια ξένη γριά ακουμπώντας το ραβδί της και έδειχνε κουρασμένη και ταλαιπωρημένη. Της φώναξε να κοπιάσει να την φιλέψει και να ξεκουραστεί.

Η γριά αφού δροσίστηκε και ξεκουράστηκε, της πρότεινε για την καλοσύνη της να της πει τη μοίρα. Και η χηράτη που πίστευε πολύ στη μοίρα και στο πεπρωμένο, δέχτηκε πρόθυμα.

Η γριά ξεκρέμασε από το λαιμό της ένα σταυρουδάκι και κρατώντας το από την αλυσιδίτσα, το κράτησε ψηλά ακίνητο. Το σταυρουδάκι άρχισε από μόνο του να κινείται πέρα δώθε, και ύστερα να κάνει μικρούς κύκλους που σιγά σιγά δυνάμωναν, και να κυλίεται τεθλασμένα.

Η χηράτη που την παρακολουθούσε, είδε απότομα το πρόσωπο της να σκοτεινιάζει και να αφήνει το σταυρό να της πέφτει χάμω.

-Τι συμβαίνει, τι έπαθες, τι είδες; Τη ρώτησε ανήσυχη η χηράτη.

-Καλή μου κοπέλα, μεγάλο κακό θα σε έβρει. Έχεις ένα γιο που όταν θα τον παντρέψεις, τη νύχτα του γάμου θα τον δαγκώσει ένα φίδι και θα αποθάνει, της απάντησε η γριά.

Η καημένη μάνα αναστατώθηκε γιατί πίστεψε τα λεγόμενα της, και στεναχωρεμένη για μέρες νηστική και φοβισμένη σκεφτόταν με ποιο τρόπο θα μπορούσε να γλυτώσει το γιο της. Ήταν σίγουρη πως της έλεγε την αλήθεια, γιατί καθώς πίστευε πολύ στη μοίρα, ήταν επίσης απόδειξη πως η γριά έλεγε αλήθεια καθώς δεν ήξερε πως είχε γιο, αλλά το είδε διαβάζοντας τη μοίρα της.

Βάλθηκε από εκείνη τη μέρα να υποβάλει στο μυαλό του παιδιού της να γίνει μισογύνης και να μην θέλει να παντρευτεί καμιά γυναίκα όταν θα μεγάλωνε, αλλά να μείνει γεροντοπαλίκαρο. 

Τα χρόνια πέρασαν, το παιδί μεγάλωσε και δεν ήθελε να παντρευτεί. Μισούσε τις γυναίκες και τις θεωρούσε μπελά στη ζωή του. Η μάνα του πίστεψε πως είχε επιτύχει το σκοπό της και η ψυχή της επιτέλους ηρέμησε.

Αλλά άλλες οι βουλές του μυαλού, και άλλες της καρδιάς. Μια μέρα συνάντησε μια όμορφη κοπέλα που την αγάπησε κεραυνοβόλα, και μονομιάς αναθεώρησε τις αντιλήψεις του.

Η μάνα έκλαιγε και οδυρόταν και του εξηγούσε το κακό που θα γινόταν, αλλά αυτός ανένδοτος δεν την άκουσε, ήταν η πρώτη φορά που την παράκουσε.

Και ήρθε η μέρα του γάμου. Τέλειωσε το μυστήριο, διασκέδασαν οι καλεσμένοι, και το βράδυ αργά, οι νεόνυμφοι αποσύρθηκαν στο δωμάτιο τους.

Όλοι διασκέδασαν και χόρεψαν, εξόν από τη μάνα που ανήσυχη και φοβισμένη, μόλις έφυγαν οι καλεσμένοι, πήρε μια τσάπα και κρύφτηκε πίσω από το ερμάρι περιμένοντας να σκοτώσει το φίδι.

Όταν αργά το πρωί άκουσε το σύρσιμο του φιδιού που ερχόταν, με μίσος σήκωσε ψηλά τη τσάπα και έκοψε την κεφαλή της κουφής που με δύναμη αποχωρίστηκε από το υπόλοιπο σώμα και πετάχτηκε μακριά. Ύστερα ανακουφισμένη έφυγε αθόρυβα χωρίς να την πάρουν χαμπάρι.

Αλλά ώ τι δυστυχία, το ξημέρωμα όταν ο γαμπρός σηκώθηκε και φόρεσε τις παντόφλες του, το κεφάλι του φιδιού που εκσφενδονίστηκε ήταν μέσα και πατώντας το τα δηλητηριώδη δόντια του τον δάγκωσαν και τον άφησαν στον τόπο.

Το αυλάκι της Χλώρακας

Ητανμια φορά στα παλιά χρόνια στην Πάφο τέσσερις φίλοι μικρούτσικα παιδιά, που έβλεπαν τους χωριανούς τους που έκλαιγαν και προσεύχονταν και παρακαλούσαν Χριστό και Παναγία. Μια γυναίκα με κάτασπρα μαλλιά με ένα κοκαλιάρικο παιδακι στην αγκαλιά της ήταν γονατισμένη και μουρμούριζε.

-Σε παρακαλώ, Θεέ μου, στείλε μας γρήγορα βροχή για να μπορέσουμε να σπείρουμε, να δώσουμε λίγο ψωμί στα παιδιά μας.

Οι άνθρωποι υπέφεραν, είχε να βρέξει πάρα πολύ καιρό. Οι σοδειές είχαν μαραθεί, το χορτάρι και τα λιβάδια είχαν κιτρινίσει από τον καυτό ήλιο. Τα ζώα πέθαιναν και τα δένδρα δεν έδιναν καρπούς, γέμισε η πλάση με φίδια και τσακάλια.

-Πόσο φτωχοί είναι όλοι οι άνθρωποι, αν δεν βρέξει σύντομα, κινδυνεύουν να πεθάνουν από την πείνα-, είπαν τα παιδιά.

Αλλά πέρασε ο καιρός, δεν έβρεξε, και από την πολλη στενοχώρια πολλοι άνθρωποι ο ένας μετά τον άλλον αρρώσταιναν και πέθαιναν. Είδαν και τους γονιούς τους και αυτους να μαραζώνουν γιατί δεν είχαν δουλειά ούτε φαγητό να θρέψουν τις οικογένειες τους, ώσπου αρρώστησαν και πέθαναν και αυτοί χωρίς να γεράσουν. Και είπαν τα παιδιά ότι έπρεπε να μεγαλώσουν γρήγορα, να γίνουν πλούσιοι και να αποκτήσουν δύναμη για να μπορέσουν να βοηθήσουν τους ανθρώπους… 

Όταν μεγάλωσαν και η κατάσταση δεν άλλαζε, οι φίλοι μαράζωναν πολύ, έπρεπε να σκεφτούν πως να γλιτώσουν τους ανθρώπους από τα βάσανα τους.

Κοιτάζοντας μια μέρα την απέραντη θάλασσα, ο ένας δήλωσε στους άλλους

τρεις πως είχε μια ιδέα. Όταν οι άλλοι με αγωνία ζήτησαν να μάθουν, αυτός τους είπε:

-Δεν νομίζετε κι εσείς πως η θάλασσα έχει πάρα πολύ νερό; Για να το πάρουμε  στον ουρανό και αυτό να πέσει στη γη σαν βροχή και να σώσει τους ανθρώπους και τι σοδιές τους, δεν γίνεται, μπορούμε όμως να φέρουμε νερό από αλλού και να ποτίσουμε τη ξεραμένη γη.
-Καλή ιδέα, αλλά πως θα να γίνει αυτό;

είπαν οι άλλοι.

-Θα κάνουμε οτιδήποτε για να σώσουμε τους ανθρώπους, ας δώσουμε όρκο.

Είπε ο πρώτος αποφασιστικά. Και όλοι μαζί συμφώνησαν και αποφασισμένοι να σώσουν τους ανθρώπους, κίνησαν προς το λιμάνι της Πάφου, μπήκαν στο πρώτο καΐκι που βρήκαν και έφυγαν για τη ξενιτιά, και χάθηκαν και δεν φάνηκαν στον τόπο για πολύ καιρό.

Ύστερα από λίγα χρόνια ένα μεγάλο πλοίο φούνταρε στα ανοιχτά της Πάφου και με βαρκες είδαν οι ντόπιοι κάτοικοι να φτάνουν και να αποβιβάζονται κάμποσοι μαύροι άνθρωποι με μπροστάρηδες αρχηγούς τους τέσσερις φίλους.

Εγκαταστάθηκαν στα παραλια της θάλασσας, και άρχισαν να δουλεύουν και να κτίζουν ένα μεγάλο αυλάκι για να φέρουν νερό από την μεριά της μακρινής Τάλας που είχε πολλά τρεξιμιά νερά.

Ήθελαν να φέρουν νερό από αλλού για να ποτίσουν τη ξερή γη, ήθελαν να βοηθήσουν τους ανθρώπους.

Σε λίγο καιρό το αυλάκι τελείωσε και το γλυκό νερό άρχισε να ρέει σε όλη την γη από τα Πότημα μέχρι τα Παλιόκαστρα της Πάφου.

 -Νερό, νερό, οι σοδειές θα ξαναβλαστήσουν, φώναξαν οι άνθρωποι και άρχισαν να φωνάζουν και να κλαίνε από τη χαρά τους.

Το σιτάρι ξαναβλάστησε, η ξεραμένη γη ποτίστηκε και το χορτάρι άρχισε να πρασινίζει.

Από εκεί και ύστερα οι άνθρωποι είχαν τους τέσσερις φίλους σε μεγαλη υπόληψη και σεβασμό, τους τιμούσαν και τους αγαπούσαν. Οι τέσσερις φίλοι ευχαριστημένοι που κράτησαν τον όρκο τους, έβλεπαν τους συνανθρώπους τους που ήσαν χαρούμενοι, και μαζί τους χαίρονταν και αυτοί.

Καποια μέρα όμως, ο βασιλιάς διέταξε τα στρατεύματα του να συλλάβουν τους τέσσερις φίλους. Οι τέσσερις φίλοι που ήταν πολύ λίγοι να αντισταθούν απέναντι σε τόσο στρατό, αιχμαλωτίστηκαν και οδηγήθηκαν στο παλάτι και φυλακίστηκαν. Η κατηγορία ήταν ότι ήσαν μεγάλοι Πειρατές που κατά την διάρκεια της απουσίας τους από τον τοπο κούρσευαν τα πλοία του βασιλιά, ήταν έτσι που βρήκαν χρήματα πολλά και μαύρους δούλους και έκτισαν το μεγάλο αυλάκι που έφερε το νερό από τα λουτρά του Άδωνη στη χαμηλή παραλιακή περιοχή της Πάφου. 

Αλλά και μέσα στη φυλακή τους οι τέσσερις φίλοι ποτέ δεν μετάνιωσαν για τις πράξεις τους. Και επειδή ήταν αποφασισμένοι να φέρονται πάντα καλά στους ανθρώπους, μεταμορφώθηκαν σε τέσσερις αέρηδες που κατέβαιναν από τα ψηλά και έφερναν σύννεφα της βροχής για να μην έχουν πια ανάγκη οι άνθρωποι το πολύτιμο νερό.


ΚΥΠΡΙΑΚΕΣ ΠΑΡΑΛΟΓΕΣ 

ΓΙΑ ΤΟΝ ΔΙΓΕΝΗ ΚΑΙ ΤΟΝ ΚΩΣΤΑΝΤΑ


Η ΡΗΓΑΙΝΑ ΤΗΣ ΧΛΩΡΑΚΑΣ 

Η Ρήγαινα αν και πρόσωπο πραγματικό, η λαϊκή παράδοση της Κύπρου την κατέταξε στους θρύλους και τις παραδόσεις της νήσου. Την συσχετίζει με τον Διγενή και της αποδίδει πολλά μεσαιωνικά κάστρα, φρούρια και χωριά.

Η Ρήγαινα της Πάφου ήταν μια πανέμορφη κυρά και πολεμίστρια που διαφέντευε τον τόπο από τα Παλαιόκαστρα μέχρι την πόλη της Χρυσοχούς. Κανείς εχθρός δεν μπορούσε να την νικήσει, γιατί ήταν περισσότερο έξυπνη από ένα στρατηλάτη, και κατοικούσε σε καλά οχυρωμένους πύργους. Είχε τον πύργο της στα Κτιστά κοντά στη Χλώρακα μια απέραντη παραλιακή πεδιάδα, που αρχίνιζε από την πέτρα του Ρωμιού και τέλειωνε στον Ακάμα. Οι υπήκοοι της ασχολούνταν με τη γεωργία, καλλιεργώντας ζαχαροκάλαμα, και τεύτλα, παράγοντας ζάχαρη την οποίαν φόρτωναν σε καράβια στο λιμάνι της Πάφου και τη διακινούσαν σε όλη την σύγχρονη Ευρώπη. Κατασκεύαζαν ζάχαρη σε μια εποχή που η Αφρική ήταν πολύ μακριά από την Ευρώπη, έτσι η Κυπριακή ζάχαρη ήταν περιζήτητη καθώς εύκολα την αποκτούσαν ένεκα των μικρών αποστάσεων. Η ζάχαρη κυρίως κατασκευάζεται από τα ζαχαροκάλαμα, αλλά επειδή τη Κύπρο κατά καιρούς μάστιζαν μεγάλες ανομβρίες, η έξυπνη Ρήγαινα σκέφτηκε να παράγει τη ζάχαρη από τα τεύτλα τα οποία δεν χρειάζονταν πολύ νερό για την καλλιέργεια τους.

Ήταν λοιπόν η Ρήγαινα μια καλή βασίλισσα που η εξυπνάδα της ήταν ξακουστή όπως και η πονηριά της, αλλά και η ομορφιά της.

Ο θρύλος λέει πως ο ήρωας Διγενής Ακρίτας άκουσε για την ομορφιά της, και θέλοντας να την γνωρίσει όταν πέρασε από τα μέρη της Πάφου, βλέποντας την την αγάπησε.

Ο Διγενής ήταν ξακουστός Ακρίτας φύλακας των συνόρων του Βυζαντίου, και θέλοντας να απαλλάξει τη χώρα του από έναν επικίνδυνο Σαρακηνό, τον κυνήγησε μέχρι την Κύπρο για να τον εξοντώσει. Τον κυνήγησε λοιπόν, και στο κατόπι του ξεμπάρκαρε στη Μόρφου. Τον είδε μακριά να τρέχει να γλυτώσει, οπότε ακουμπώντας το χέρι του στο βουνό του Πενταδάχτυλου, έδωσε ένα σάλτο για να το φτάσει. Το χέρι του έμεινε αποτυπωμένο στο ψηλό βουνό, και από το σχήμα των δαχτύλων του, ονομάστηκε Πενταδάχτυλος. Ο Σαρακηνούς καταδιωκόμενος έφτασε στην Πάφο και μπήκε σε ένα πλοίο να φυγει. Ο Διγενής αφού δεν τον προλάβαινε, άρπαξε μια πέτρα και σημαδεύοντας, την έριξε και βύθισε το πλοίο. Είναι η πέτρα του Ρωμιού ο θεόρατος μεγαλοπρεπής βράχος που ευρίσκεται στην άκρια της θάλασσας ως σύνορο και σήμα κατατεθέν εκεί που αρχινά η Πάφος. 

Φθάνοντας λοιπόν στην Πάφο, συνάντησε τη Ρήγαινα, την αγάπησε και θέλησε να την κάμει γυναίκα του.

Μα η πονηρή βασίλισσα που δεν ήθελε για σύζυγο της ανώτερο της να τη διατάσσει, για να τον αποφύγει του ζήτησε να αποδείξει την αξία του πραγματοποιώντας έναν άθλο. Του ζήτησε να φέρει νερό από τη μακρινή Τάλα για να ποτίζουν οι υπήκοοι της τα ζαχαροκάλαμα και τα τεύτλα.

Μα ο Διγενής που δέχτηκε την πρόκληση της, ήταν υπεράνθρωπος και προς μεγάλη δυσαρέσκεια της έκτισε ένα μακρύ πετραύλακο και έφερε το νερό στους αγρούς και πότισε όλη την παραλια κκαι τήν πεδιάδα.

Η Ρήγαινα κακοφανισμέη σκέφτηκε τι να κάμει να τον αποφύγει, και αποφάσισε να μπει σε ένα πλοίο να φύγει λίγο καιρό μακριά σε γειτονική φιλική χώρα μέχρι να βαρεθεί και να εγκαταλείψει τη Κύπρο, να πάει στη χώρα του και στη δουλειά του.

Μα ο Διγενής οργίστηκε και ανεβαίνοντας στο ψήλωμα της Βίκλας στο Μούτταλο, άρπαξε μια μεγάλη πέτρα και την έριξε στο καράβι να το βουλιάξει και να την πνίξει μέσα στα αλμυρά νερά της θάλασσας. Για καλή της τύχη η πέτρα έπεσε λίγο πριν τη θάλασσα, και μέχρι σήμερα ευρίσκεται εκεί δίπλα στον Άη Αγαπητό και Μισητό, και ονομάζεται η πέτρα του Διγενή, και φέρει πάνω του τη σπαθιά του Διγενή, καθώς πάνω της είναι το σημάδι  όταν την χτύπισε με το σπαθί του για να την ξεκολλήσει και να την ρίξει στο πλοίο.

Μα η Ρήγαινα οργίστηκε, και ως δεινή και δυνατή πολεμίστρια, άρπαξε ένα θεόρατο κίονα και του τον έριξε να τον σκοτώσει. Έπεσε παραδίπλα του κάτω από το λόφο που στεκόταν σε ένα χωράφι της Χλώρακας που ανήκε στον Νικόλαο Αλεξάνδρου. Ο κίονας είχε ύψος τέσσερα μέτρα και διάμετρο ένα, και ονομάστηκε από τους κατοπινούς αδράχτι της Ρήγαινας, καθώς στην κορφή είχε μια συμμετρική σφαίρα, που του έδινε τη μορφή ίδιο με γιγαντιαίο αδράχτι. Ήταν φυτεμένο μέσα στη γη στον ίδιο αγρό μέχρι το 1963 περίπου που αρχίνισαν οι διακοινοτικές ταραχές μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων, οπότε οι Τουρκοκύπριοι το έκλεψαν και το τοποθέτησαν στην αυλή του σχολείου τους στο κέντρο της συνοικίας του Μουττάλου.

Υ.Γ.

Στα παράλια της Χλώρακας λίγο πρίν την τέλειωση του χωριού όπου αρχινά η Κάτω Πάφος, ευρίσκονται κάποια απομεινάρια από το αυλάκι που έκτισε ο Διγενής.


Η ΚΑΛΛΗ ΚΑΙ Ο ΔΙΓΕΝΗΣ

Μια φοράν είχεν έναν παιδί κκέλικο ορφανό από μάνα και πατέρα, πολλά φτωχόν. Δούλευε βοηθός σε βοσκούς οι οποίοι το επρόσταζαν συνέχεια,

-λάμνε εκεί, λάμνε εδώ, πέντα τις κουέλλες.

Του εθύμωνναν, και τον επερίπαιζαν.

Το κκέλικον παιδίν μιαν ημέρα καθόταν σε ένα βράχο στεναχωρεμένο, και παραπονεμένο για τη συμπεριφορά των βοσκών. Έβγαλε έναν μεγάλο αναστεναγμό εις τον Θεό, και ένιωσε την πέτρα να ταράσσει. Κατάλαβε από εκείνη τη στιγμή πως εδυνάμωσεν το κορμίν του. Σηκώθηκε και άρπαξε την πέτρα που ήταν 200 οκάδες και την ένιωσε ίσαμε 200 δράμια.

Εκείνη τη στιγμή ένας βοσκός του φώναξε,

-Βρε παλιόκκελη βούρα να κόψεις τις κουέλλες.

Το παιδίν αντιστάθηκεν του, και θυμωμένος ο βοσκός εμούνταρεν να το δέρει.

Γυρίζει του έναν πάτσον τότε ο κκέλης και εστράβωσεν η μουτσούνα του, και επιτούσαν τα γέματα του.

Οι άλλοι βοσκοί έτρεξαν θυμωμένοι να τον δέρουν, και έκαμε και σε αυτούς χειρότερα.

Τότε εκατάλαβαν πως η δύναμη του ήταν του Θεού, και φοβισμένοι έκαμαν πίσω.

Όταν ο κκέλης εκατάλαβεν τη δύναμη του, έπιασε έναν αππαρί και γύριζε τον κόσμο, και όπου άκουγε πως υπήρχε ένα παλικάρι, πήγαινε να το συναντήσει. Μια φορά βρήκε έναν που τον έλεγαν Γιάννη και είχε μια όμορφη γυναίκα, την Κάλλη. Ο κκέλης εμούνταρεν πάνω του και του την επήρε.

Ο Γιάννης εποταβρίστηκεν πάνω του και του είπε,

-Βρε ποιος είσαι εσύ και ήρθες να μου πάρεις τη γυναίκα;

Κι του λέει ο κκέλης,

-είμαι ο Διγενής ο κκέλης που ακούεις.

Ο Γιάννης εμούνταρεν τον να τον κατακόψει, και ο Διγενής εγύρισεν το χέρι και του, έδωκεν έναν πάτσον και τον εμισοσκότωσε.

Και έμεινε ο Γιάννης χαμαί μισοσκοτωμένος, και ο Διγενής ο κκέλης έπιασε την γυναίκα του και έφυγε. Όταν πέρασαν χρόνια και ο Διγενής ψυχωμαχούσε, φώναξε την Κάλλη του και την ρώτησε όταν θα αποθάνει ποιον άντρα θα πάρει. Και η Κάλλη του του λέει,

-Διγενή μου τον Γιάννην μου επαντρεύτηκα, τον Γιάννην μου εν να πάρω.

Σκέφτηκε λίγο ο Διγενής, και της λέει,

-Καλάν γρουσή μου, άμα εν να πεθάνω εγιώ, όποιον θέλεις πάρε. Έλα κοντα μου να ποσιερετιστούμεν.

Επήγεν κοντά του να αποχαιρετιστούν, και ο Διγενής την έβαλε στ αγκάλια του πως εν να την φιλήσει, και έσφιξεν την πάνω του και μαζί εξεψυχήσαν.


Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΔΙΓΕΝΗ

Ο Διγενής επέβαλε την τάξη στα σύνορα που ο ίδιος προφύλασσε και ο καιρός περνούσε χωρίς περιπέτειες και παλέματα. Μόνη απασχόληση είχε πλέον το κυνήγι καθώς κανείς εχθρός δεν τολμούσε να παραβιάσει τα σύνορα.

Μαθημένος μια ζωή να πολεμά, βαρέθηκε την απραξία και αναπολούσε νέες περιπέτειες και σε κάποια απ αυτές να σκοτωνόταν με δόξα και δοξασμένος να φύγει ώστε να παραμείνει στις σκέψεις των ανθρώπων σαν Εθνικός ήρωας, και όχι να περιμένει το χάροντα να τον πάρει όπως οποιοδήποτε συνηθισμένο άνθρωπο.

Τα χρόνια περνούσαν ώσπου μια ηλιόχαρη Τρίτη που γυρνούσε από κυνήγι αρρώστησε βαριά. Κανείς γιατρός και κανένα γιατρικό δεν τον έκαμε καλά.

Νιώθοντας πως πλησίαζε το τέλος του, κάλεσε τους φίλους του να τους αποχαιρετήσει,

-φίλοι καλοί κι αντρειωμένοι, τα χρόνια που έζησα κανένα δεν εσκιάχτηκα. Τώρα όμως είδα ένα ξυπόλυτο και λαμπροφορεμένο που χει στα μάτια αστραπές και μου φωνάζει να πάμε να παλαίψουμε στα μαρμαρένια αλώνια.

Ακούγοντας η Ευδοκία τα λόγια του μεγάλη θλίψη γέμισε την καρδιά της. Αγαπούσε τον άντρα της και δε βαστούσε να τον βλέπει να πεθαίνει. Μπουκιά δεν έβαλε στο στόμα της για μέρες και πρώτη έφυγε στο αιώνιο ταξίδι.

Και ο Διγενής θέλωντας να πεθάνει ηρωικά προκαλεί το χάρο σε πάλη με τη συμφωνία αν νικήσει ο Χάροντας να του πάρει την ψυχή, και αν νικήσει ο Διγενής να του χαρίσει τη ζωή.

Έτσι,

σιερκές, σιερκές επκιάσασιν και στην παλιώστραν πάσιν.

Τζαι τζιει εν που παλιώννασιν τρεις νύκτες, τρεις ημέρες

τζιει πόπκιαννεν ο Χάροντας τα γαίματα πιτούσαν

τζιει πόπκιαννεν ο Διγενής τα κόκκαλα ελειούσαν.

Όταν ο Χάρος αντιλήφθηκε πως θα ηττηθεί, γύρισε και ζήτησε βοήθεια από το Θεό. Και πήρε τη μορφή αετού και από ψηλά τον εβίγλισε και με μπαμπεσιά του λάβωσε την καρδιά και του πήρε τη ψυχή.


Ο ΔΙΓΕΝΗΣ ΚΑΙ Ο ΚΩΣΤΑΝΤΑΣ 

Ο Διγενής και ο Κωσταντάς ήταν αδέρκια. Όταν μικροί πήγαιναν σχολείο ήταν φτωχοί και κακορίζικοι, και τα άλλα παιδιά τους εδέρναν και τους επεριπαίζαν. Δυστυχισμένοι και λυπημένοι, μέρα νύχταν παρακαλούσαν τον Θεό να τους κάμει μιαν ευκολία, να τους γλυτώσει από τα άλλα κοπελλούθκια.

Που τες πολλές φορές, τους άκουσεν ο θεός και τους έστειλε έναν άγγελο να τους ρωτήσει τι θέλουν από αυτόν και κάνους τόσες δεήσεις.

Και εκείνοι δεν εζήτησαν ούτε ριάλια, ούτε πλούτη, μόνον εζήτησαν να τους δώσει δύναμην.

Ο θεός τους έδωκε δύναμη τόση, που δεν τους εσήκωνε η γη.

Ξανακλάυτηκαν στο θεό και αυτός τους έδωσε δύναμη μόλις που τους έσωννεν η γη.

Ύστερα από αυτό, μια μέρα όταν πήγαν σχολείο τα άλλα παιδιά που τους νόμιζαν κακορίζικους προσπάθησαν να τους περιπαίξουν και να τους δέρουν. Όμως τα κακορίζικα όπου αγγίζαν τα μωρά επεθανίσκαν, εδιούσαν τους πάτσον και δεν ελέγαν μανά.

Που τότες εβγήκαν έξω στο κόσμο και εφάνηκεν η δύναμη τους. Αγόρασαν από ένα άλογο, αρματώθηκαν από ένα κοντάρι και από το Κτήμα ξεκίνησαν να πάνε στην Πόλη της Χρυσοχούς να γνωρίσουν τον κόσμο.

Ο θεός που ήθελε να δει την καρδιά τους, μεταμορφώθηκε σε ένα γέρο και στάθηκε στη στράτα τους.

-Βοηθάτε με να φορτωθώ το δισάκκι μου και είμαι γέρος και δεν μπορώ, τους είπε.

Επειδή ο Διγενής τον προσπέρασε και ο Κωσταντάς ήταν πιο πίσω, γυρίζει και του λέει,

-Άτε Κωνσταντά βοήθα τον γέρο να φορτωθεί το δισάκκιν του.

Όμως ο Κωσταντάς επειδή βαριώταν να κατέβει από το άλογο, ποτάβρισε το σιδερένιο κοντάρι του και περνώντας το κάτω από το δισάκκι, προσπάθησε να το σηκώσει να το φορτώσει στους ώμους του γέρου. Όμως το σιδερένιο κοντάρι έσπασε από το πολλή φορτίο που είχε μέσα.

Θυμωμένος ο Διγενής ξεπέζεψε, άρπαξε το δισάκκι και το σήκωσε ψηλά να το φορτώσει στο γέρο, Ο γέρος όμως δεν εκαείλισε, και λέει του,

-άφηστο γιέ μου, έχε την ευχή μου, εσήκωσες τον ήμιση κόσμο.

Και σκύβωντας άνοιξε το δισάκκι. Μέσα στο δισάκκιν ο θεός είχε βάλει τον ήμιση κόσμο.

  

Ο ΚΩΣΤΑΝΤΑΣ ΚΑΙ Ο ΔΡΑΚΟΣ 

Ο Κωσταντάς είχε υπερφυσικές δυνάμεις. Μόλις γεννήθηκε περπατούσε ξυπόλυτος στις πέτρες και στα αγκάθια. Στα πέντε του χρόνια ζώστηκε τα σπαθιά και στα έξι έβαλε ζωνάρι. Στα εφτά δεν τον χωρούσε ο τόπος, και πήρε τις στράτες και τα βουνά καθώς ηθέλησεν να γνωρίσει και να κατακτήσει τον κόσμο.

Όταν μεγάλωσε, Ακρίτας πλέον, μετοίκησε με τη γυναίκα του την Κάλλη σε ένα πύργο ψηλό στες άκρες του νησιού και φύλαγε τα σύνορα από τους Σαρακηνούς.

Στη χώρα εκείνο τον καιρό, ένας δράκος φοβέριζε τον κόσμο. Ήταν τόσο δυνατός που όταν μουγκάριζε έτρεμε η πλάση και ο κόσμος φοβόταν και κλεινόταν στα σπίτια του.

Ακόμα και ο βασιλιάς που είχε στρατεύματα φοβόταν να μην του πάρει το θρόνο και τη βασίλισσα. Έκατσε λοιπόν και σκέφτηκε και έβγαλε ένα φιρμάνι που καλούσε όποιο άξιο τολμηρό παλικάρι αν υπήρχε να πάει να πολεμήσει τον δράκο. Και επήγαν καλοθελητές και πρεσβευτές και του είπαν για έναν αντρειωμένο. Και έτσι έμαθε για τον Κωσταντά και τα υπεράνθρωπα κατορθώματα του. Τη λεβεντιά, τη δύναμη, και την αντρειοσύνη του.

Πήρε καλαμάρι και έγραψε χαρτί και έστειλε απεσταλμένους να το παραδώσουν. Και μέσα έγραφε το χαρτί πως ήθελε βοήθεια και τον καλούσε να πάει να τον βοηθήσει.

Και ο Κωσταντάς όταν το διάβασε είπε στους βασιλικούς απεσταλμένους,

- πάρτε μου λλίην πομονή λλίην καρτερωσύνη, να γράψω θκυό λόγια σε χαρτίν της Κάλλης μου ν΄ αφήσω. Στις θκυό να καρτερά, στις τρεις τα κόλλυφα μου, στις τέσσερις αν δεν φανώ να κάψει τ΄ άρματα μου.

Και αφού ζώστηκε τα άρματα, καβαλίκεψε τον μαύρο του το υπερήφανο άλογο που ήταν πετροκαταλύτης, και του έδωσεν μιαν βιτσιάν και έκοψεν χίλια μίλια.

Στο δρόμο που επήγαιννε μέσα σε μιαν ποταμοσιά κάτω από έναν ίσκιο, συνάντησε τον δράκοντα να κοιμάται αχάπαρος. Αν ήθελε τον σκότωνε, αλλά αναθρεμμένος με ηθικές αξίες, του έβαλε φωνή δυνατή και τον ξύπνησε.

- Σηκώστου απάνω δράκοντα τζιαι ζώστου τ΄ άρματα σου, μεν πεις πως ήρτα πάνω σου κρυφά τζιαι σκότωσα σε.

Και σηκώθηκε ο δράκοντας πανύψηλος και φοβερός και ζώστηκε τα άρματα του. Και βγήκαν από την ποταμοσιά και πήγαν σε ένα αλώνι που είχε τόπο απλερό να μονομαχήσουν. Και πολεμούσαν δύο ημέρες και κανείς δεν νικούσε. Οι κλαγγές από τα σπαθιά τους που διασταυρώνονταν σαν αστραπές και κεραυνοί ακούγονταν και έκαναν τα άγρια ζώα φοβισμένα να λουφάζουν στις φωλιές τους.

Την τρίτη ημέρα η αυγή τους βρήκε κουρασμένους και καταπονεμένους ακόμα να παλεύουν.

Το μεσημέρι έφτασε και ακόμα πολεμούσαν. Και όταν σε μια στιγμή ο δράκος απόκαμε και δεν άντεχε άλλο, του δίνει ο Κωσταντάς μια δυνατή σπαθιά και του πήρε το κεφάλι.

Ύστερα στάθηκε και ανάσανε, και αφού ξεκουράστηκε κάρφωσε το κομμένο κεφάλι στο μυτερό του κοντάρι, και κίνησε για το παλάτι.

Μέσα στη πόλη πάνω στο άλογο καμαρωτός με το κοντάρι στον ώμο και το κεφάλι του δράκου να κρεμιέται, σαν πήγαινε όλοι τον αποθαύμαζαν και τον επευφημούσαν. Και ο βασιλιάς που άκουσε πολύ του καλοφάνηκε, και  βγήκε να τον προϋπαντήσει και να τον καλωσορίσει.

Μα η βασίλισσα μόλις είδε την κομμένη κεφαλή να κρέμεται, πολύ της βαρυφάνηκε γιατί με τον δράκο ήταν φίλη και αγαπητικιά.

Αφού με τσιμπούσια και γιορτές γιόρτασαν το γεγονός, ο Κωσταντάς πήρε δρόμους και στράτες και πήγε στην καλή του. 

Τη νύχτα όταν ο βασιλιάς πήγε στην κρεβατοκάμαρα, βρήκε τη βασίλισσα στεναχωρεμένη και κλαμένη ντυμένη στα μαύρα. Σαν την είδεν τη ρώτησε,

-Ήντα πάθες βασίλισσα τζι΄είσαι μαραζωμένη, είσαι πολλά περίλυπη τζιαι μαυροφορεμένη;

-Ο Κωσταντάς που λέγεται τζιήνον το παλικάρι, ένα φιλί μου ζήτησε, τζιαι την κόξαν μου να δει.

Σαν την άκουσε ο βασιλιάς αρκώθηκε και θυμώθηκε και μονομιάς διέταξε τους στρατιώτες του να πάνε να φέρουν τον μιαρό.

Ένα ασκέρι Μουσουλμανιών σκύλλων άγριων πολεμιστών, ξεκίνησε για να φέρει τον Κωσταντά.

Που έφτασαν στον αψηλό πύργο, η Κάλλη τους καλωσόρισε και τους έστρωσε τραπέζι και πανωθκιόν τους στεκόταν και τους κερνούσε γλυκό κρασί.

-Ο Κωσταντάς σου που ένει, ο βασιλιάς τον θέλει

-Ο Κωσταντάς ένεν δαμαί επήεν στο τζιηνήι, μα τρώτε τζιαι πίννετε άρκοντες τζιαι γλήορα έν να φανεί.

Και νάσου, φάνηκε ο Κωσταντάς πάνω στο μαύρο του άλογο να έρχεται καμαρωτός. Βαστούσε στο ένα χέρι ένα λιοντάρι σκοτωμένο και στο άλλο ένα δεντρό ξεριζωμένο που το κρατούσε αψηλά για κάμνει του μαύρου του σκιά να μην τον πιάνει ο ήλιος.

Που τον είδαν τα Τουρκιά, τους κόπηκε η όρεξη. Αποθαυμασμένοι και φοβισμένοι σκέφτονταν ποιος θα τολμούσε να πει του Κωσταντά πως τον θέλει ο βασιλιάς.

Απ όλους ένα Τουρκίν μικρόν και χαμηλοβρακάτον, τόλμησε και σηκώθηκε, και με χαμηλή φωνή,

- Άτε να πάμεν Κωσταντά τζι΄ η ώρα εν πομένει. άτε να πάμεν γλήορα τζι΄ ο βασιλιάς σε θέλει.

-Εχτές ήμουν στο βασιλιά σήμερα τι με θέλει, εάν με θέλει πόλεμον να πάρω τ΄ άρματα μου, εάν με θέλει για χορό να πάρω τα μαντήλια, εάν με θέλει μάειρο να πάρω τες κουτάλες

-Άτε να πάμεν Κωσταντά τζι΄ όπως τζι΄ αν θέλεις πάμεν.

Η Κάλλη νούσιμη, σκέφθηκε και φρόνημα πολοήθηκε,

-Ε λάμνε λάμνε Κωσταντά μα πάρ τζιαι τ΄ άρματα σου.

Και την άκουσε ο Κωσταντάς, και ζώστηκε τα άρματα του. Και αρματωμένος καβαλίκεψε τον Μαύρο του,

Και ώσπου να τους πει έχετε για έκοψε χίλια μίλια, και ώσπου να του πολοηθούν εβρέθηκε στο παλάτι του βασιλιά.

Η βασίλισσα σαν τον είδε πολύ της καλοφάνηκε, και ο βασιλιάς μόλις τον είδε, πολύ του κακοφάνηκε.

-Τζιαι ποιάστεν τον Σιυλλοζορπάν στες φυλακές τζιαι βάρτε, τζιαι βάρτε τον στα μαστιγιά έσσω μαστιγομένον. Τζι΄αφήστε τζιαι τον μαύρον του έξω χαλινομένον.

Και άρπαξαν τα τουρκιά τον Κωσταντάν και μέσα στη φυλακή τον έβαλαν, και τον μαστίγωσαν και τον βασάνισαν μέχρι αργά τη νύχτα.

Αφού κουράστηκαν έκατσαν να αναπαυθούν ώσπου να ξημερώσει, για να του βγάλουσιν τα μάτια και να τον ελευθερώσουν, να τον κάμουν από αντρειωμένο πολεμιστή, ένα τυφλό ζητιάνο.

Ο Κωσταντάς αλυσιδωμένος και πονεμένος άνοιξε τις αγκάλες του προς το Θεό,

-Δοξάζοσαι καλέ θεγιέ πούσε στ΄ αψηλωμένα όπου διδάσκεις τα κρυφά τσιαι τα φανερωμένα. Τίποτε δεν τζιαι γίνεται αποχωριστά από σένα. Να κάμεις τσιαι να ανέφανεν τζιειν το μιτσίν μου αδέρφιν, νάσιει δουλειάν στο βασιλιά νάρτει ποδά να ρέξει.

Του Θεού ήταν ή του Χριστού, τον άκουσαν και έκαμαν το θαύμα τους.

Από το δρομί ανέφανε το μικρόν του αδέρφιν που είχεν δουλειάν να πάει στο βασιλιά, και από το σιδερόφραχτο παραθύρι της φυλακής άκουσεν τον Κωσταντάν μέσα να αναστενάζει,

-Ήντα κάμες αδέρφιν μου τζι΄ είσαι μαστιγωμένοςς;

-Καλά να φαν αρφούλλι μου καλά να καπαρτήσουν, να ππέσουσιν να τζιημηθούν τζιαι πάλε να ξυπνήσουν. Να φκάλουν τον αρφούλλιν σου τζιαι να τον αρωτήσουν

να φκάλουν τα μματάτσια του τζιαι να το ξαπωλήσουν. Τζιαι γλήορα στον τζιύρην μας κάμε του το χαπάριν άλλον ποτζιήνος εν κάμνει τη πόλην για να πάρει.

Και το μικρόν αδέρφιν μονομιάς έδωκεν φτερνιστικάν του μαύρου του που πετάχτηκε χίλια μίλια. Και ώσπου να πεί στον αδερφόν του έχε για, βρέθηκε στα σπίτια των γονιών τους και βρήκε τον Αντρόνικο να λαγοκοιμάται στη σούσα της αυλήςωκαι τη μάνα του σκυφτή πάνω στη σκάφη να ζυμώνει.

Και λέει ο Αντρόνικος,

-Καλώς ήρτεν  ο Φυλακτής με τα καλά χαπάρκα. Πέρκει είδεν τζιαι τον Κωσταντάν ποθήσιεν που γυρίζει.

Και λέει και η μανούλα του που είχεν κακό προαίσθημα,

-Κακώς ήρτεν το γιούιν μας με τα κακά χαπάρκα.

-Το γιο σας τον Κωστάντινον που έσιετε τόσην αγάπη, έχουν τον μες τις φυλακές έσσω μαστιγομένον. Τζιαι στέκεκται τζι ο μαυρος του πόξω χαλίνωμενος. Καλά να φαν μανουλα μου καλά να καπαρτήσουν, να φκάλουν τον αρφούλλη μου τζιαι να τον αρωτήσουν, να φκάλουν τα μματάκια του τζιαι να τον ξαπωλήσουν

Άκουσεν ο Αντρόνικος τα κακά μαντάτα και εθύμωσεν και αγρίωσεν, δεν τον χωρούσαν οι τόποι.

-Ποιος εν αξιός τζι αποτολμών τον Κωσταντά να πιάσει, τζιαι να ξυπνήσουν τα Τουρτσιά να πα να τον ποσπάσουν; Τζιαι φέρτε μου το μαύρο μου τον πετροκαταλύτη, που κοκκαλιεί τα σίερα τζιαι πίννει τον αυρίτη, το τι να μένει τι να φα μια χώρα καταλύπει

Και πριν του φέρουν το άλογο, εβρέθηκεν αρματωμένος. Σβέλτος σαν νιο παλικάρι καβαλίκεψε και πριν τους πει έχετε για, έκοψε χίλια μίλια. Ο μαύρος σαν θύελλα κάλπαζε και όταν εχλιμίντρισε σείστηκε όλη η χώρα. Το θρονί του βασιλιά και αυτό εσείστει και ετσακίστει, και η βασίλισσα φοβισμένη έπεσε χαμαί και λαχταρούσε.

-Τ΄άλογον που σιεισιείνισεν εν που του Αντρονίκου, τζιαι φκάρτε τζιαι τον Κωσταντάν τζιαι ννα μας εξιλείψει

Τα λόγια και η ομιλία πούχαν δέν ετέλειωσαν, και έφτασε ο Αντρόνικος φοβερός και αγριωπός.

Μόλις τον είδαν από το φόβο τους όσοι αλυσόδεσαν τον Κωσταντάν εκατουρούσαν γαίμαν και όσοι τον εφυλάκωσαν έπεσαν χαμαί και ελαχταρούσαν

-Τζιαι φέρμου τα τσιυρούλλη μου τζιαι τσιείνα τα άρματα σου, τζιαι μεν πεις πως έφκαλες παιδίν που τα νευρά σου

Τον έβγαλε από τη φυλακή και μαζί αρματωμένοι τους έσφαξαν όλους, δεν άφησαν κανένα.

 

Ο ΚΩΣΤΑΝΤΑΣ ΚΑΙ Ο ΣΚΛΕΡΟΠΟΥΛΟΣ

Μιάν ημέρα  βροχερή που άστραφτε και εβροντούσε ο καιρός, ο Σκλερόπουλος σκέφτηκε μες τούτην την κοσμοχαλασιά να κάμει το παλικάρι, να πάει να κλέψει τη Λυγερή την γυναίκα του Κωσταντά. Καβαλίκεψε το άλογο του, αλλά πρώτα πέρασε από τον κύρη του να πάρει την ευχή του.

Ο πατέρας του που ήταν μυαλωμένος του ορμήνεψε να μην τα βάλει μαζί του γιατί είναι μεγάλον παλικάρι και δεν ήθελε να χάσει το γιο του. Θυμωμένος ο Σκλερόπουλος πέρασε από τη μάνα του να πάρει αυτηνής την ευχή, αλλά τα ίδια του ορμήνεψε και αυτή.

Περισσότερο θυμωμένος, πέρασε από την αδερφή του για να του ευχηθεί καλά τύχη, αλλά ακριβώς την ίδια παραγγελιά του έδωσε.

Περισσότερο θυμωμένος αλλά και φοβισμένος μήπως έχουν δίκαιο, ξεκίνησε για το σπίτι του Κωσταντά. Μέσα του όμως ευχόταν να εύρισκε τον Κωσταντά χωρίς τα άρματα του.

Και ο Θεός τον άκουσε και τον βρήκε μεθυσμένο χωρίς τα άρματα του έξω στην αυλή να τρώγει και να πίνει.

Που τον είδε ο Κωσταντάς τον καλωσόρισε και τον κάλεσε να κάτσουν μαζί να φάνε και να πιούνε.

Ο Σκλερόπουλος βλέποντας τον χωρίς τα άρματα και μεθυσμένο, αναθαρρυμένος του απάντησε πως ήρθε για να κλέψει τη γυναίκα του. 

Που τον άκουσε ο Κωσταντάς εθύμωσε, αλλά καθώς ήταν ξαρμάτωτος και μεθυσμένος, για να τον γελάσει του είπε να πάρει υπομονή να μπει έσσω να φέρει την καλήν του, θέλοντας με αυτό τον τρόπο να τον ξεγελάσει και να πάρει τα άρματα του.

Ο Σκλερόπουλος του ανταπάντησε πως δεν παίρνει υπομονή, καθώς ήξερε πως αν τον άφηνε να μπει στο σπίτι θα έπαιρνε τα άρματα και θα τον σκότωνε.

Τότε ο Κωσταντάς σε μια προσπάθεια να τον φτάσει και να τον αρπάξει, του είπε να τσουλλοκάτσει το άλογο για να μπορέσει η Λυγερή να καβαλικέψει.

Και ο Σκλερόπουλος τσουλλόκατσε το άλογο και πήρε την Λυγερή στη ράχη του αλόγου, ενώ ο Κωσταντάς γέρνοντας να τον αρπάξει, έγυρε αποκαμωμένος από το μεθύσι πάνω στο τραπέζι.

Άμα ξύπνησε μαραμένος και βαρύκαρτος καταλαβαίνοντας το κακό που εγίνει, αγριεμένος με ορμή μπήκε στο σπίτι και άρπαξε τα άρματα. Με μιας τα αρματώθηκε και φουριόζος καβαλίκεψε το Μαύρο του. Του έδωκε μίαν χαλιναριά και επιάσαν την στράτα.

Και το κτηνό έπιασε το βούρος και έβγαλε μιαν σιησιηνιαρκάν που άμα την άκουσεν ο Σκλερόπουλος ενόμισεν πως κάπου άστραφτεν  και επουμπούριζεν, και μονολογώντας είπε,

- έρχεται μεγάλη κακοκαιρία.

-Όχι, του απάντησε η Λυγερή, είναι ο Κωσταντάς που σε καταδιώκει.

Και ο Σκλερόπουλος με υπεροψία και στόμφο της απάντησε πως,

-Ο Κωσταντάς σου εν καλός μόνο κρασί να πίνει.

Και νάσου ευθύς τον Κωσταντάν  που ανέφανεν και του όρμηξε, τον έβαλε χαμαί και τον εκατάκοψεν. Του έβγαλε πρώτα το ένα μάτι, ύστερα του έκοψε τα δύο χέρια και τα δυο του χείλη, και από τα πολλά χτυπήματα τον έκανε χίλια κομμάτια. Άμα τέλειωσε καβαλίκεψε την καλή του και πήρε το δρόμο της επιστροφής. Στο γυρισμό του, νάσου συνάντησε τον πεθερό του, και θυμωμένος ακόμα όπως ήταν του λέει,

-μέριασε από τη στράτα μου πεθερέ γιατί έβρασεν το χέρι μου και το σπαθί μου θέλει κι άλλο αίμα, θέλει κι άλλο να φάει να χορτάσει.

Και ο άμοιρος ο πεθερός του που δεν υπολόγισε τα πολλά του νεύρα του ανταπάντησε αστειευόμενος,

- Αν έβρασε το χέρι σου και τρέμει το κορμί σου, και το σπαθί σου δε χόρτασε, έχει αρκόσσιυλλες πολλές κόψε τες να χορτάσει.

Νευριασμένος που ήταν ο Κωσταντάς, έδωκε του μιάν στην κεφαλή και την έκαμε δυο κομμάτια.

Βλέποντας η Λυγερή τέτοιον πράμαν του λέγει,

- Κωσταντά τι έκαμες, έσφαξες τον πεθερό σου;

Και ο Κωσταντάς ακόμα περισσότερο θυμωμένος της λέγει,

- Σιώπα εσύ, μην έρθει και η σειρά σου.


Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΩΣΤΑΝΤΑ

Ο Κωσταντάς είχε υπερφυσικές δυνάμεις και έκαμνε υπεράνθρωπα κατορθώματα. Αναμετριόταν με τέρατα, πολεμούσε και συνέτριβε φουσάτα, αλλά και υφίστατο παθήματα και δοκιμασίες από εχθρούς και δράκους. Από πέντε χρονών εγυρνούσε ξυπόλυτος και από έξι εζώστηκε τα άρματα.  Στα εφτά ηθέλησε να γυρίσει τον κόσμον, και στους δώδεκα αγάπησε μιαν όμορφη κόρην, την Χριστινούν.

Όταν μετά από πολλές περιπέτειες επέστρεψε στον τόπον του, την παντρεύτηκε και την έβαλε μέσα σε ένα πύργο αψηλό όπου από εκεί διαφέντευε τους δούλους που εργάζονταν στο τσιφλίκι της.

Με έναν τέτοιον άνδρα δίπλα της η Χριστινού δεν φοβόταν τίποτα, ούτε ακόμα και τον χάροντα. Το παινευόταν και το χουμιζόταν, και έλεγε πως αν έρθει καμιά φορά ο μαύρος καβαλάρης, ο Κωσταντάς δεν θα τον άφηνέ να την αγγίξει.

Τα παινέματα της τα έμαθε ο Χάροντας, και αποφάσισε να την τιμωρήσει. Έτσι μια νύχτα σκοτεινή κοντά στα μεσάνυχτα που ο Κωσταντάς έλειπε σε ταξίδι, την επισκέφτηκε για να της πάρει τη ζωή.

Άπλωσε το δρεπάνι του και ένας μεγάλος πονοκέφαλος την έκανε να βογκίζει με πόνους φοβερούς και αβάσταχτους. Η ζωή της ήθελε να φύγει, μα αυτή αντιστεκόταν και με πείσμα πάλιωνε μαζί του.

Η μάνα της την κεφαλόδεσε με ένα δροσερό μαντήλι, αλλά οι πόνοι δεν περνούσαν. Μάνα και κόρη έβλεπαν τη σκιά του χάροντα και κλαμένες τον παρακαλούσαν να τους χαριστεί. Μα αυτός ανελέητος και άσπλαχνος δεν έλεγε να κάμει πίσω, ήταν αποφασισμένος να πάρει μια ζωή.

Όταν απόειδε η Χριστινού και κατάλαβε πως θα πέθαινε, λίγο πριν ξεψυχήσει άφησε παραγγελιά της μάνας της να δώσει πίσω τον αρραβώνα της στον Κωσταντά και με τρόπο να του αναγγείλει τον θάνατό της χωρίς να του ταράξει την καρδιά με το ξαφνικό μαντάτο και έτσι να τον αποδεσμεύσει, ώστε να βρει παρηγοριά σε μια άλλη καινούργια αγκαλιά.

Απάνω στη μέρα να σου και φτάνει ο Κωνσταντάς, αλλά ήταν πλέον αργά. Ρωτά την πεθεράν του που είναι η αγαπημένη του, και αυτή μη θέλοντας να τον πικράνει απότομα καθώς της είχε ορμηνέψει η κόρη της, του λέει πως την έπεψεν στην εκκλησιά με τες γειτόνισσες της.

Καβαλλιτσιέφκει τον άππαρον του και με μιαν βιτσιάν, εβρέθειν στην αυλήν της εκκλησιάς. Είδεν κόσμον συνάμενον, και από μακριά τους χαιρετά, και από κοντά τους αρωτά,

-τίνος εν τούν το θαφκιόν που έσιει τόσην λύπην, τίνος εν τουν το λείψανον που εν μέσα στο σεντούτζιην;

Όσοι τον αγαπούσαν είπαν του είναι ξένον, όσοι τον εμισούσαν είπαν του είναι δικόν του.

Έσκυψεν ο Κωσταντάς στο φέρετρο και είδεν μέσα ξαπλωμένη την αγάπην του που ήταν πεθαμένη. Εσυντρομάχτηκεν και εμαράζοσεν πολλά και ο κόσμος γύρω του εχάθηκεν. Δεν ήθελε να ζήσει άλλο, ήθελε να αποθάνει και αυτός μαζί με την Χριστινούν του. Τράβηξε το μαχαίρι του από το θηκάρι για να σκοτωθεί, αλλά πριν το κάνει γύρισε και άφησε παραγγελιά στους παρευρισκόμενους να  μνημονεύουν και να μακαρίζουν και εκείνον και εκείνην. 

Και τους εθάψαν με κλάματα και οδυρμούς σε ένα κϊούριν μαζί αχώριστους στο θάνατο όπως ήταν αχώριστοι και στη ζωή.

Και με τον καιρό πάνω στον τάφον αβλάστησεν για εκείνον έναν κυπαρίσσιν και για εκείνην μια λεμονιά, όπου όποτε εφύσαγε  αγέρας, έσκυβαν και φιλιόντουσαν όπως ήταν μαθημένοι και στη ζωή.

Και έμεινε η αγάπη τους χαραγμένη στη μνήμη των ανθρώπων για πάντα, καθώς όποτε περνούσαν από το κοικητήριο και φύσαγε απαλό το αεράκι, έβλεπαν που έσκυβαν τα δένδρα και ασπάζονταν αναμεταξύ τους.


ΤΟΥ ΜΑΥΡΙΑΝΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΔΕΡΦΗΣ ΤΟΥ 

Ο βασιλιάς και ο Μαυριανός έτρωγαν και έπιναν σε ένα περιβόλι.

Κουβέντα άλλη δεν είχανε, μιλούσαν για τις όμορφες, τις τίμιες και τις παστρικές. Ο Μαυριανός μερακλωμένος από το ποτό, άρχισε να χουμίζει την όμορφη αδερφή του τη Ροδιά.

-ωσάν το ρόδο τ’ανοιχτό, το λουλουδάκι τ’άσπρο έχω κι εγώ μιάν αδερφή, μ’αλήθεια δεν πλανάται.

-Αν την πλανέσω, Μαυριανέ, είντα ν’το στοίχημά σου;

-Αν την πλανέσεις, βασιληά, πάρε την κεφαλή μου, πάλι και ά δεν πλανεθή είντα ’ναι το δικό σου;

-Πάρε το βασιλίκι μου και τη χρυσή κορώνα.

Παίρνει δρόμο ο βασιλιάς, πάει και βρίσκει μάγιστρους και λαοπλάνους και τους στέλνει στο σπίτι της Ροδιάς να την πείσουν με γλυκόλογα και μαγικά να καλοδεχτεί το βασιλιά.

-Χιλιάδες προσκυνήσματα απού το Βασιλέα, κι αν είναι με το θέλημα να μείνη μετά σένα.

Καταλαβαίνοντας η λυγερή κόρη πως δεν μπορούσε να αντισταθεί στο βασιλιά, του μήνυσε καλώς να ορίσει.

Μόλις φύγανε οι μαντατοφόροι, τρέχει η Λυγερή στο μαγειριό και μάζωξε τις υπηρέτριες.

-Βάγιες, απού τσι βάγιες μου ποια θα με ξεμπλέξει, να βάλω γω τα ρούχα της κι εκείνη τα δικά μου;

Από τις σαράντα υπηρέτριες που είχε στη δούλεψη της, καμιά δεν αποκρίθηκε εξών από την πιο μικρή και πιο όμορφη απ όλες.

-Εγώ από τες σκλάβες σου, είμαι που θα σε ξεμπλέξω, να βάλω εγω τα ρούχα σου, να βάλεις τα δικά μου.

Και αφού την άλλαξαν και την ξάλλαξαν, και ενώ τέσσερις την εστόλιζαν, οι άλλες της ορμήνευαν να μην μαρτυρήσει το μυστικό στο βασιλιά ότι και αν της έκανε.

Και εκεί που την χτένιζαν ανέφανε ο βασιλιάς. Με βια την άρπαξε και και σε μια κάμαρη την έβαλε. Και αρχίνησε να την φιλά και να την ξελογιάζει. Και ύστερα που την βαρέθηκε, πήρε για τρόπαια σημάδι και απόδειξη πως κέρδισε το στοίχημα. Της έκοψε το μικρό δαχτύλι, της έκοψε και τη πλεξούδα που ήταν δεμένη με χρυσή κορδέλα. Και τα ξημερώματα φηρμένος εις τα γέλια κατέβηκε τη σκάλα.

Πήγε και βρήκε το Μαυριανό επιδεικτικά και του λέει,

-έλα να ειδείς Μαυριανέ σημάδια της αδερφής σου, το δαχτυλάκι το μικρό και τη χρυσή πλεξούδα.

Μόλις τον άκουσε ο Μαυριανός, με σπαραγμό του απάντησε,

-Δεν είναι τούτα της Λυερής, δεν είναι της ξανθής μου, εξών και να με γέλασε η σκύλλα η αδερφή μου. Σ΄ούλλον τον κόσμο πάρτε με, σ΄ούλλον γυρίσετέ με και στης αδερφής μου την αυλή εκείθε σφάξετέ με.

Μόλις έμαθε τα κακά μαντάτα η Ροδιά, με βιάση εστολίστηκε και με βιάση εξεπόρτισε και πάει στο βασιλιά. Στο δρόμο που επήγαινε έσπρωχνε το πλήθος να περάσει,

-Στην πάντα εσεις οι άρχοντες στην μπάντα και οι αγάδες, να πάω να ειδώ τον Μαυριανό γιατί να τον επνίξουν.

Και την έκουσε ο βασιλιάς και της αποκρίθει,

-Την αδερφή του πλάνεψα και θα τον εφουρκίσω.

-Μα σύ κι αν την επλάνεσες, δείξε μου τα σημάδια.

Και της εξήγησε ο βασιλιάς πως την νύχτα την επλάνεψε και πως πήρε για απόδειξη το μικρό δαχτυλάκι που της έκοψε, καθώς και μια πλεξούδα από τα μαλιά της τυλιγμένα με ολόχρυσην κορδέλλα.

Απλωσε και έδειξε τότε η Ροδιά τα κάτασπρα χεράκια της,

-Για ιδέστε εσείς οι άρχοντες λείπει μου δαχτύλι;

Ύστερα έρριξε πίσω τα σγουρά μαλιά της και συνέχισε,

-Για ιδέστε αγάδες κι άρχοντεες λείπει μου η πλεξούδα; Έ τότες να τον πνίξετε το Μαυριανή στη φούρκα

Και γυρίζοντας στο βασιλιά συνέχισε,

-και εσένα δε σου στέκει πιον ναχεις το βασιλίκι, σαν χοίρος σαν χοιροβοσκός να κάθεσαι στα αλώνια. Σαν νάσουν υπηρέτης μας σαν νάσουν δουλευτής μας

Σύρε και παρε τη μούλα μου να πάς να φέρεις ξύλα. Με τη δούλα μου κοιμήθηκες, και δούλος μου να γείνεις.